[ γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας ]
Το τότε και το τώρα. Δυο φάσεις του ίδιου κόσμου, που στην εξέλιξή του μπορεί να λησμονεί, να αγνοεί ή να αδιαφορεί, αλλά οι αναμνήσεις πάντα χάσκουν σαν πληγές ανοικτές που με την πρώτη ευκαιρία αναβλύζουν το πύον του ψυχικού πόνου.
Κάπως έτσι είναι σε γενικές γραμμές δομημένο και το βιβλίο: στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η ανάλγητη και εγκληματική συμπεριφορά του δωσίλογου Σταύρου στην κατεχόμενη από τους Ναζί Θεσσαλονίκη, σε βάρος συμπολιτών του αλλά κυρίως των δύστυχων Εβραίων της πόλης, όταν αυτοί βρέθηκαν στο στόχαστρο της ρατσιστικής πολιτικής των Γερμανών.
Θησαυρίζει σκοτώνοντας, πουλώντας στην μαύρη αγορά, προδίδοντας τους συμπατριώτες του, και την τελευταία στιγμή, όταν πια αντιλαμβάνεται πως το τέλος του πολέμου πλησιάζει με τη νίκη να κλίνει προς τους Συμμάχους, αποτραβιέται το ίδιο αθόρυβα όπως είχε εισβάλει στην κεντρική σκηνή των γεγονότων, σαν φίδι που το φοβίζει το άπλετο φως του ήλιου.
Τελικά, βρίσκεται φυγαδευμένος στην Αμερική μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του.
Σήμερα, η εγγονή του έρχεται στην πατρίδα και σε συνεννόηση με στελέχη της ισραηλινής κοινότητας και κάποιον υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Υπουργείου Δικαιοσύνης του Ισραήλ, αποφασίζει να ξεσκεπάσει τον κακούργο παππού της, να τον ντροπιάσει. Κι αυτός, υπό το άχθος της απρόσμενης εξέλιξης, παραδομένος στην κάμψη της ηλικίας του αλλά οπωσδήποτε αμετανόητος, μετά από πολύωρες εξομολογήσεις των μελών της παρέας που είχαν αδράξει τον νόμο στα χέρια τους, δέχεται στο μέτωπο την λυτρωτική σφαίρα που τερματίζει την άχαρη, κατάπτυστη ζωή του.
Ο συγγραφέας καταφέρνει σχεδόν άριστα να μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα της κατοχικής περιόδου στην συμπρωτεύουσα, με διαλόγους και περιγραφές που παρουσιάζουν μιαν αξιοσήμαντη αυθεντικότητα, αλλά σε ορισμένα σημεία δεν πείθει, γιατί απλούστατα απουσιάζει η αίσθηση της συνειδητοποίησης της τραγικότητας, που απορρέει από όλα όσα συμβαίνουν, εκ μέρους των προσώπων που δρουν στο πρώτο μέρος του βιβλίου.
Στο δεύτερο μέρος, οι διάλογοι χαρακτηρίζονται από την απαραίτητη επίφαση ενός ατέλειωτου εκμοντερνισμού, οι σκηνές των νεαρών πρωταγωνιστών δοκιμάζουν τις αντοχές του αναγνώστη, αφού διανθίζονται με πλήθος στίχων σύγχρονης μουσικής, και σε κάποια σημεία η -κατά τα άλλα επιτυχώς δοσμένη- ψυχολογία των σημερινών νεαρών δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για να κατανοήσουμε το πώς μια ετερόκλητη ομάδα φοιτητών και εργαζόμενων σε μπαρ μπορεί να θέτει ως προτεραιότητά της την απόδοση δικαιοσύνης σε βάρος ενός γέροντα, μισό αιώνα μετά από τότε που συνέβησαν όλα αυτά τα εγκλήματα.
Ωστόσο, η ροή του μύθου παραμένει ικανοποιητική, ο αναγνώστης παρασύρεται έντεχνα στην πλοκή, και η εξέλιξη προς την "κάθαρση" ακολουθεί ένα ουσιαστικά πρωτόγνωρο για την μοντέρνα ελληνική πεζογραφία μονοπάτι. Ο κύριος Γλυκοφρύδης, σε τούτο το δεύτερο μυθιστόρημά του, δικαιούται να θεωρηθεί ως ο πρωτομάστορας ενός εντελώς νέου τρόπου αντιμετώπισης όλων εκείνων των "τεχνικών" ζητημάτων που απασχολούν τους μυθιστοριογράφους: την οικονομία της αφήγησης, τον εκτροχιασμό ή πλατιασμό όσον αφορά την δράση, την εξάσκηση στην διαρκή επικέντρωση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος και, τέλος, την λύτρωση των ηρώων μέσα από αληθοφανείς καταστάσεις και σενάρια εφικτά.
Ένα πολύ καλό βιβλίο, με αριθμό σελίδων που ικανοποιεί άριστα τις απαιτήσεις των αναλογικών κανόνων, με ύφος που μπορεί μεν να αδικεί το θέμα του, αλλά οπωσδήποτε ανάγει την σύγχρονη λογοτεχνία της χώρας μας και προωθεί τις νέες ιδέες -η έλλειψη των οποίων αποτελεί το ουσιαστικότερο, ίσως, πρόβλημα της σημερινής λογοτεχνικής μας παραγωγής.
Πολύ καλή και η εκτυπωτική δουλειά από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, με την μακέτα του εξωφύλλου να έχει επιμεληθεί ο Κώστας Χουχουλής.
Διαβάστε επίσης: "Δέκα ώρες δυτικά"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου