[Γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας]
Η πρώτη -αν δεν απατώμαι- προσπάθεια της συγγραφέως να σαγηνέψει το αναγνωστικό της κοινό, αποτυγχάνει, παρά τον ευρηματικότατο τίτλο και την αξιέπαινη προσπάθειά της, για κυρίως τρεις λόγους:
α) Ατυχής δομική διάταξη κεφαλαίων. Όταν ένα πόνημα μόνο 316 σελίδων χωρίζεται σε εννιά ενότητες (μέρη), απαιτείται απόλυτη διαύγεια και "χειρουργική" ακρίβεια δομικού σχεδιασμού -πράγματα που σαφώς δεν συνάντησα κατά την (ομολογουμένως συναρπαστική, αλλά όχι σε μόνιμη βάση) ανάγνωση του εν λόγω βιβλίου.
Μάλιστα, μια δεύτερη προσπάθεια δεν κατάφερε να μου λύσει την αρχική μου απορία: Πού δένει με το υπόλοιπο το πρώτο μέρος τού πονήματος; Το οποίο, κατά τραγική ειρωνεία, θεωρώ και ως το πιο συγκλονιστικό!
β) Το αισθηματικό στοιχείο επισκιάζει υπέρ το δέον αυτό της περιπέτειας, δοκιμάζοντας τους διψασμένους για adventure stories αναγνώστες στους οποίους, κατά βάση, απευθύνεται το συγκεκριμένο βιβλίο. Αν δεν στοχεύει σε αυτού του είδους το αναγνωστικό κοινό, τότε δεν δικαιολογείται η παράθεση σχεδιαγραμμάτων και φωτογραφικού - πληροφοριακού υλικού σχετικά με διάφορους οπλισμούς. Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, ακόμη και το τίτλος ηχεί παράφωνα (θυμίζω ότι ο αριθμός 357 αναφέρεται στο γνωστό "εργαλείο" Smith & Wesson 357 Magnum, αγαπημένο περίστροφο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος).
γ) Η γλώσσα της συγγραφέως, παρ' ότι στα περισσότερα σημεία του έργου καταφέρνει να γλιστρήσει στο υποσυνείδητο του αναγνώστη μεταφέροντας τον "μύθο", αρκετά συχνά "χαλαρώνει" λόγω εκφραστικών κοινοτοπιών που παραπέμπουν σε αναγνώσματα του συρμού.
Είναι γεγονός ότι, μετά απ' όλα όσα ανέφερα, κάποιος θα μπορούσε να με χαρακτηρίσει ως αδικαιολόγητα αυστηρό. Δεν θα διαφωνήσω. Ίσως φταίει το μέγεθος των προσδοκιών που δημιουργεί το όλο "στήσιμο" του πονήματος, ίσως το ότι, στις μέρες μας, αναγκαζόμαστε να γινόμαστε δηκτικοί μόνο και μόνο εξαιτίας της αγωνίας που μας κατατρώγει: Ενώ απολαμβάνουμε το άριστο τόσων αιώνων γραφής, τελικά το μέτριο το βαφτίζουμε κακό ακριβώς επειδή το θεωρούμε περιττό. Κι αυτό για μια νεοεμφανιζόμενη συγγραφέα σαφώς είναι άδικο. Ο λόγος πάνω στον λόγο κτίζεται, έλεγε ο Σαρτρ. Κι αν θέλετε να με τιμωρήσετε για την αυστηρότητά μου προς την εν λόγω συγγραφέα (μια που λίγο πολύ όλοι μισούμε τους κριτικούς, αλλά λατρεύουμε τους συγγραφείς), θα μπορούσατε να προσθέσετε με κακία πως ο δαιμόνιος Σαρτρ έλεγε και κάτι άλλο: Μόνον αυτός που δεν τραβάει κουπί έχει χρόνο να ταρακουνήσει την βάρκα.
Συμφωνώ απολύτως! Υπό τον όρο της κοινής μας παραδοχής πως η βάρκα δύσκολα ταρακουνιέται, όταν δεν μένει στάσιμη. Χρέος του γραφιά είναι να ταξιδέψει την βάρκα. Να οργώσει τα πέλαγα της συγκίνησης των αναγνωστών. Δεν είναι εύκολο, θέλει κόπο κι αγώνα αδιάλειπτο...
Διότι δεν πρέπει να λησμονεί κανείς πως, με την συνεχή τριβή, ο δημιουργός θέτει τις βάσεις, τις προϋποθέσεις, για κάτι καλύτερο. Πιθανόν και για κάτι που θα προσβάλει επιτυχώς τα σύνορα της τελειότητας. Η Άρτεμις Κοκκινάκη διαθέτει αυτά τα προσόντα: Πολυταξιδεμένη, με άκρως ενδιαφέρουσα εργασιακή εμπειρία, με ποικιλία αποθησαυρισμένων βιωμάτων και απίστευτη ικανότητα προσαρμογής σε νέα περιβάλλοντα (όλα αυτά σύμφωνα με το σύντομο βιογραφικό της στο εσώφυλλο του βιβλίου), ασφαλέστατα θα μπορούσε να γράψει με τρόπο που θα σου έκοβε την ανάσα. Και είναι σίγουρο πως θα το πετύχει. Πόσο σύντομα; Αυτό μένει να μας το πει η ίδια...
Διαβάστε επίσης: 357 - Τιμή, Πάθος, Εξουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου