Κοίταξα λιγάκι πιο αδιάκριτα. Διάβασα με δυσκολία τον χειρόγραφο χαρακτήρα του τίτλου: Η καχυποψία ενός άλλοθι.
[ γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας ]Την είδα φευγαλέα, με την άκρη του ματιού, καθώς πάσχιζε να στεριώσει την βαριά τσάντα στον ώμο, κρατώντας ευλαβικά το φτενό κατάλευκο βιβλιαράκι της.
Βύθιζε το βλέμμα αχόρταγα στις σελίδες του, πού και πού κοίταζε σαν χαμένη τριγύρω τον κόσμο που βιαστικός πηγαινοερχόταν και μετά πάλι αποσυρόταν σαν κύμα που αναδιπλώνεται αθόρυβα.
Άλλο και τούτο!
Απ' το βάθος του τούνελ, το θηρίο μούγκριζε καθώς έσερνε τα βαγόνια του πάνω στις μεταλλικές τροχιές, σκορπώντας βεγγαλικές σπίθες στα πλαϊνά, πνίγοντας τους θορύβους των ανθρώπων.
Αθήνα, βράδυ Πέμπτης, κάπου στα έγκατα του Μετρό...
Ποιος γράφει στις μέρες μας ποίηση; Ας αντιστρέψουμε το ερώτημα: ποιος διαβάζει στις μέρες μας ποίηση; Ο αιθεροβάμων ασκητής της μοναξιάς; Το τέρας της μεγαλούπολης; Ο ξεχασμένος εργάτης; Ο γέρων που γέρνει προσμένοντας;
Μπορεί κανείς απ' όλους αυτούς. Μπορεί, πάλι, κι όλοι. Μα σίγουρα όσοι διψούν για την ομορφιά που ολοένα χάνεται. Όσοι εχθρεύονται τον δράκοντα της ασχήμιας που γιγαντώθηκε μέσα μας, δίπλα μας, ολούθε, με σκοπό να κουρσέψει την ανθρωπιά μας. Όσοι ξενυχτούν με το μάτι στο άλλοτε και το αλλού. Η ποίηση του Χρήστου Μιχαήλ "παίζει μουσική σ' αυτό το βροχερό ξενύχτι". Είναι ακραιφνής σαν καημός μάνας, πηγαία και κρυστάλλινη σαν ερωτική εξομολόγηση έφηβου!
Ας μην προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τον ποιητή, ας τον νιώσουμε μόνο. Η εξαίσια αυτή πρώτη γραφή του φέρει την ελπίδα μιας μελλοντικής μεγαλοσύνης. Μα θα πρέπει ν' αποσυρθεί! Να δουλέψει απόκληρος της φρούδας αυτής κοινωνίας που τον αποσπά. Το ξέρω, είναι δύσκολο. Ο νέος μας μπορεί να ματώσει! Μα, όπως έλεγε ο μεγάλος Έζρα Πάουντ, ο ποιητής ζει μακριά από την τύρβη του κόσμου...
Ο Χρήστος Μιχαήλ επιμένει να μας εκπλήσσει με αυτή του την πρώτη εύσημη προσπάθεια, θρυμματίζοντας το τσιμέντο που τον πνίγει, καταφέρνοντας να δραπετεύει με τους καλοδουλεμένους του στίχους. Εμείς είμαστε οι ακλεείς δεσμοφύλακες της δροσιάς του! Κι ακόμη πιο τραγικά, την ώρα ακριβώς που ο λόγος του ποιητή καταυγάζει την ερημιά μας, "λακωνικά", με στίχους "αποχής", εμείς παραμένουμε αμετανόητοι, μπροστά σε μια "κλειδωνιά σπασμένη", περιμένοντας "τους αιώνες να χτυπήσουνε την πόρτα".
Μόνο έτσι θα μπορούσε να μας κατακτήσει ο ποιητής, "εκεί στο άδειασμα της νύχτας", όταν "γερνάμε αγκαλιά με τα ρολόγια", όταν "πεθαίνουμε αγκαλιά με τα ρολόγια". Όταν κοιτάμε με βλέμμα αδειανό τον καθρέφτη μας, ανίατοι της αστικής μας υποθερμίας, παγεροί, καθώς η ζωή μας μετριέται στα λεπτά των εκρήξεων, της σειρήνας που μέσα στη νύχτα βουίζει, του βωβού οργασμού ανάμεσα στις διακοπές των διαφημιστικών μηνυμάτων...
Διαβάστε επίσης: "Η καχυποψία ενός άλλοθι"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου