Η ονειρική ζωή του Σουχάνοφ (κριτική)

[ γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας ]

Μετά από 53 έτη
ζωής, ο αλλοτινός έφηβος των ονείρων και της δημιουργίας, ο ζωγράφος με τις επαναστατικές -κατά το παρελθόν- ιδέες και το αστείρευτο ταλέντο, αφυπνίζεται δυσάρεστα: Η ζωή έχει ήδη λυγίσει το ευφάνταστο και εμπνευσμένο ταμπεραμέντο του Ανατόλι Σουχάνοφ, η μακρά άσκηση των καθηκόντων του ως κρατικού λειτουργού τού άτεγκτου σοβιετικού καθεστώτος τού έχουν σαφώς προσδώσει ισχύ και κύρος, οικονομική άνεση και κοινωνική καταξίωση με όλα όσα συνεπάγεται σε ανέσεις και εξασφαλίσεις η προνομιούχα αυτή θέση, αλλά του έχει αφαιρέσει την αυθεντικότητα, την αμεσότητα της σχέσης του με την οικογένειά του, την ίδια του την ζωή.

Ανακαλύπτοντας πόσο αποξενωμένος, τελικά, είναι από τα δυο του παιδιά, την λατρεμένη του σύζυγο και τους παλιούς φίλους, έχοντας ζήσει μια ζωή βουτηγμένη στην προδοσία του ίδιου του εαυτού του και των πιστεύω του, ορφανός από πηγαία συναισθήματα και ιδέες, με τα φαντάσματα του παρελθόντος να κατευθύνουν επίπλαστα την πορεία του στον εφήμερο και απατηλό τούτο κόσμο, ο Ανατόλι πασχίζει ν' ανακαλύψει όλες εκείνες τις αλήθειες που τον στιγμάτισαν -είτε περιφρονώντας τις είτε μεταφράζοντας αυθαίρετα και υποκριτικά την σημασία τους.

Τώρα, καθώς ο σοβιετικός κόσμος γκρεμίζεται από την μια μέρα στην άλλη, με την περεστρόικα προ των πυλών, μη μπορώντας και πάλι να ερμηνεύσει ορθά τα σημεία των καιρών, ο Σουχάνοφ βρίσκεται για πρώτη φορά στην ζωή τους έρμαιος αναρίθμητων εξωτερικών εχθρών που απειλούν να ισοπεδώσουν το εύθραυστο οικογενειακό και προσωπικό του οικοδόμημα, την περίοπτη επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική θέση του. 


Οι μέχρι πρότινος υφιστάμενοι, οι φίλοι, οι συνεργάτες, που χθες μπορούσε να τους επιβληθεί ή και να υπολογίζει στην αμέριστη συμπαράστασή τους, σήμερα τον εγκαταλείπουν χλευαστικά και χαιρέκακα, παίρνοντας θαρρείς έτσι την εκδίκησή τους για τα τόσα χρόνια της καταπίεσης και του εκφοβισμού. Τίποτα -αλίμονο- δεν ήταν πραγματικό και ουσιώδες, όλα και όλοι υπέκυπταν στον φόβο που ο άνθρωπος του καθεστώτος, ο Σουχάνοφ, ανάδινε, και όσοι δεν τολμούσαν να διαφωνήσουν μαζί του, όσοι υποκρίνονταν για ευνόητους λόγους πως συμμερίζονταν τις απόψεις του, σήμερα παίρνουν με λαχτάρα την εκδίκησή τους κρατώντας τις αποστάσεις τους από τον "μιαρό" πλέον και παρωχημένο κριτικό της Τέχνης, που θέλει αλλά δεν μπορεί να αντιληφθεί άμεσα τις ρηξικέλευθες αλλαγές που σημειώθηκαν στον πολιτικό και ιδεολογικό χάρτη της αχανούς Σοβιετίας. 

Κι έτσι, ο αλλοτινός παντοδύναμος εκφραστής της σταλινικής άποψης πάνω στα της καλλιτεχνικής έκφρασης, ο "αρχιερεύς" της στρατευμένης για το κόμμα και το καλό του λαού τέχνης, καταντά ένα ανδρείκελο, ένα απολίθωμα του παρελθόντος.

Η Όλγα Γκρούσιν με αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα καταφέρνει να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της μεγάλης λογοτεχνίας. Δύναμή της η απίστευτα διεισδυτική ματιά με την οποία εξετάζει τα πράγματα, η ακόρεστη δίψα αλλά και το ταλέντο της να περιγράφει την δυστυχία με ένα μοναδικά ειρωνικό -τραγικό θα έλεγα- ύφος, χωρίς ωστόσο να προκαλεί τις ευαισθησίες μας ή να κάνει τον ανθρωπισμό μας να επαναστατεί προς χάριν του ήρωά της. Δεν τον καταδικάζει, δεν τον μέμφεται, απλώς τον καθοδηγεί στην εξιλέωση, την κάθαρση, για να τον επανατοποθετήσει σε βάσεις υγιείς και ελπιδοφόρες.

Γνήσιο τέκνο της Ρωσίας (γεννήθηκε στην Μόσχα), η Γκρούσιν κατέγραψε ακούσια στα γονίδιά της τις ζωντανές ακόμη μνήμες ενός κόσμου που κατά την δεκαετία του '80 άρχισε να εξαϋλώνεται ραγδαία, αποκαλύπτοντας όλο εκείνο το
επί σειρά δεκαετιών καταπιεσμένο αλλά πάντοτε ζωντανό συνειδησιακό ρωσικό υπόστρωμα -μια πνευματική ζύμωση που καμιά απολυταρχική δύναμη, καμιά κρατική εξουσία δεν θα μπορούσε να ανατρέψει, να ανακαλέσει και να καταστείλει.  

Έχοντας η ίδια τις απαραίτητες γνώσεις περί Τέχνης και Αισθητικής (σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Μουσείο Καλών Τεχνών Πούσκιν), φεύγοντας αρχικά στην Πράγα και κατόπιν στις ΗΠΑ, η συγγραφέας δεν λησμόνησε να αξιοποιήσει αυτή την πρωταρχική, θεμελιώδη πνευματική μαγιά, που εν είδει κληροδοτήματος απεκόμισε από τον λαό της. Τα ακούσματα, οι ιστορίες των άλλων, οι εμπειρίες και τα κρυφά τους όνειρα, οι πόθοι και οι προσμονές, όλα αυτά στα χέρια της έγιναν ο εύπλαστος πηλός που θα μετασχηματιζόταν σε μεγάλη λογοτεχνία, σε ομορφιά, που "πάντα επιβιώνει" παρά το ότι "ο κόσμος είναι πραγματικά σκοτεινός και αμαθής... με όλες τις αδικίες και τη φρίκη και τη βλακεία του...".

Η γλώσσα της Γκρούσιν μοιάζει με αυτή του φιδιού: Διχαλωτή, άγρια στην υφή, φοβερή στην όψη, μπαινοβγαίνει αθόρυβα για να αναψηλαφήσει τον κόσμο που περιγράφει, λειτουργεί αισθαντικά και ταυτόχρονα διερευνητικά με μια ακέραιη λογική και μια στεντόρεια αποφασιστικότητα να ανατρέψει, να πληγώσει και να θανατώσει -αλλά μόνο για λόγους καθαρής εξυγίανσης! 


"Δεν θα υπάρξει ποτέ ανώτερη αποστολή απ' το να κάνουμε τον κόσμο πλουσιότερο και πιο αγνό προσθέτοντας περισσότερη ομορφιά...", λέει η συγγραφέας, έχοντας πλήρη επίγνωση του ότι αυτός ο γλυκόπικρος παραλογισμός, το ατόπημα και συνάμα εφεύρημα, η ελπίδα που απλόχερα μας χαρίζει με την πένα της, είναι δυνατό να προκαλέσει χιλιάδες μικρές, αλλεπάλληλες επαναστάσεις. Επαναστάσεις προσωπικές, ατομικές, που στο σύνολό τους μπορούν να κλονίσουν τα θεμέλια της καταπίεσης και της ασχήμιας, βοηθώντας όλους εμάς να ανακαλύψουμε τον χαμένο παράδεισο, την απολεσθείσα ανθρωπιά μας και -εν τέλει- τον χαμένο μας εαυτό.

Ένα σπάνιο βιβλίο, γραμμένο με απέραντη ευαισθησία και ονειροπόλα διάθεση, που όμως μιλά για πράγματα τόσο απτά και ουσιώδη όσο η εσωτερική πληρότητα, η ολοκλήρωση και η ευτυχία που ο κάθε άνθρωπος επιδιώκει. Ίσως το καλύτερο βιβλίο που διάβασα την τελευταία εικοσαετία!


Διαβάστε επίσης: "Η ονειρική ζωή του Σουχάνοφ"

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...