Από την παρουσίαση του βιβλίου "Πόλεμος - Από τη μάχη του Μάρνη έως το Ιράκ"

Πολύ ενδιαφέρουσα υπήρξε η παρουσίαση του βιβλίου τού Martin van Creveld: Ο Πόλεμος - Από τη μάχη του Μάρνη έως το Ιράκ, που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Γκοβόστη την Τετάρτη 1η Δεκεμβρίου, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πολεμικού Μουσείου (Βασ. Σοφίας & Ριζάρη 2).

Από αριστερά (βάθος) προς τα δεξιά:  
Ο αντιστράτηγος ε.α. Νικόλαος Λαζαρίδης - επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Στρατού
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ηλίας Μαγκλίνης

Ο εκδότης Κωνσταντίνος Γκοβόστης
Ο συγγραφέας και ο μεταφραστής

Η ομιλία του κου Μαγκλίνη:

Θα ήθελα να ξεκινήσω τη σύντομη αυτή παρουσίασή μου του εξαιρετικού πονήματος «Πόλεμος. Από τη Μάχη του Μάρνη μέχρι το Ιράκ», του Μάρτιν βαν Κρέβελντ, που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Γκοβόστη, με μια αναφορά σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός: Τον Δεκέμβριο του 1914 ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μετρούσε ήδη τέσσερις μήνες εχθροπραξιών και είχε ήδη πάρει τη μορφή της στατικής σύγκρουσης που τον χαρακτήρισε συνολικά. Το γεγονός που καθόρισε την πορεία του πολέμου ήταν η Πρώτη Μάχη του ποταμού Μάρνη (6-12 Σεπτεμβρίου 1914), η οποία μάλιστα αναφέρεται στον υπότιτλο του βιβλίου του βαν Κρέβελντ ως σημείο αφετηρίας τρόπον τινά στην πυκνή του αφήγηση και εμβριθή των διαρκώς μεταβαλλόμενων προσώπων του πολέμου κατά τον εικοστό αιώνα.

Η Μάχη του Μάρνη ήταν βέβαια σφοδρότατη και σε αυτή οι αντίπαλοι έχασαν σπουδαιότατες ευκαιρίες: οι Γερμανοί, αν ήταν λίγο πιο ριψοκίνδυνοι θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει το Παρίσι, ενώ οι Σύμμαχοι της Αντάντ θα μπορούσαν να έχουν καταστρέψει τουλάχιστον μία γερμανική στρατιά. Απέτυχαν σε αυτό, διέσωσαν όμως το Παρίσι. Οι δε απώλειες υπήρξαν βαρύτατες και για τις δύο πλευρές: 200.000 περίπου Γερμανοί και 250.000 Βρετανοί και Γάλλοι.

Με τη μάχη αυτή σηματοδοτήθηκε το τέλος του πολέμου κινήσεων και η απαρχή του λεγόμενου «πολέμου θέσεων» ή αλλιώς «χαρακωμάτων». Ως γνωστόν, δημιουργήθηκε μια εκτενής, λαβυρινθώδης σειρά χαρακωμάτων σε όλο το Δυτικό Μέτωπο με συνθήκες άθλιες για τους μάχιμους και των δύο πλευρών. Δεν είναι τυχαίο ότι η ψυχολογική «κόπωση της μάχης», δηλαδή η νευρική κατάρρευση, το ψυχολογικό σοκ, αυτό που σήμερα οι ψυχίατροι αποκαλούν Μετατραυματικό Σύνδρομο Άγχους, παρατηρήθηκε μαζικά για πρώτη φορά σε εκείνο τον πόλεμο. Οι στρατιώτες βίωσαν τις πολεμικές τους εμπειρίες μέσα στα χαρακώματα ή ταμπουρωμένοι μέσα στα μουχλιασμένα, κλειστοφοβικά αμπριά. Τα δε πτώματα των σκοτωμένων απέμεναν αγκυλωμένα πάνω στα συρματοπλέγματα μέχρι να σαπίσουν, σε απίθανες στάσεις, που άλλαζαν κάθε τόσο, ανάλογα με τη φορά του αέρα ή συχνότερα από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις των βομβαρδισμών. Υπήρχαν βέβαια και τα πτώματα που απόμεναν άταφα μέσα στα χαρακώματα, αποτέλεσμα διαβολικά εύστοχων βολών του εχθρικού πυροβολικού: η οβίδα έσκαγε ευθύς μέσα στο χαράκωμα και κάποιοι κομματιάζονταν επί τόπου, ενώ άλλοι θάβονταν ζωντανοί. Οσοι επιζούσαν, τα σκέπαζαν με σανίδες για να μπορούν να βαδίζουν κάπως αξιοπρεπώς μέσα στο λασπωμένο χαράκωμα.



Ο συγγραφέας υπογράφει αντίτυπα του βιβλίου του


Μέσα σε αυτή την πραγματικά εφιαλτική κατάσταση βρήκαν τους άνδρες των δύο πλευρών τα Χριστούγεννα του 1914, οπότε και σε πολλά σημεία του Δυτικού Μετώπου παρατηρήθηκε κάτι μοναδικό: οι αντίπαλοι στρατιώτες, αλλά και αρκετοί αξιωματικοί, κατέβασαν τα όπλα τους και χωρίς να υπάρχει καμία επίσημη διαταγή από την ανώτατη διοίκηση, διέσχισαν τα περίπου πενήντα μέτρα που χώριζαν τα χαρακώματά τους κι έσμιξαν στην Ουδέτερη Ζώνη (No Man’s Land), ανταλλάσσοντας χειραψίες, χριστουγεννιάτικες ευχές, έψαλαν ύμνους και κάλαντα, αντάλλαξαν τσιγάρα, ρούμι και καπνό.

Η Ανακωχή των Χριστουγέννων είναι ίσως από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις ιστορικού συμβάντος που έχει ελάχιστα διαστρεβλωθεί και διογκωθεί. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι λίγα πράγματα έτυχαν κάποιας παραποίησης, όπως: το ότι οι στρατιώτες αντέδρασαν στον πόλεμο συνολικά και ήθελαν την ειρήνη. Αυτό δεν είναι ακριβές. Οι πολεμιστές των χαρακωμάτων είδαν την ανακωχή εκείνη ως ένα διάλειμμα από τις εχθροπραξίες, όχι ως συνολική, καθολική αντίδραση ή αντίσταση στον πόλεμο. Ήταν σαφές λοιπόν ότι σύντομα αυτός που έσφιγγε το χέρι του άλλου, λίγο αργότερα θα τον σημάδευε και πάλι με το όπλο ή θα τον κάρφωνε με την ξιφολόγχη.

Έτσι κι αλλιώς, μετά τις δώδεκα η ώρα το βράδυ των Χριστουγέννων, ο καθένας επέστρεψε στο χαράκωμά του και πήρε πάλι το όπλο του. Ήταν και πάλι business as usual. Μάλιστα, στις 26 Δεκεμβρίου, μία βρετανική μονάδα είχε 62 νεκρούς.

Στάθηκα αρκετά σε αυτό το ιστορικό γεγονός διότι μία από τις βασικές αιτίες που συνέβη δεν ήταν τόσο το χριστουγεννιάτικο πνεύμα ή μια φιλειρηνική έξαρση αλλά κάτι άλλο: ήταν η εγγύτητα ανάμεσα στα εχθρικά χαρακώματα. Με άλλα λόγια, μια μικρογραφία του πώς γίνονταν οι πόλεμοι πριν από εκατό χρόνια. Εχθροί και συμπολεμιστές ζούσαν μέσα σε αυτές τις φρικαλέες συνθήκες, μοιράζονταν τις ίδιες αγωνίες και φόβους. Οι κοντινές αποστάσεις τους επέτρεπαν και σε άλλες περιόδους να τραγουδούν μαζί, να ανταλλάζουν προστυχιές και καλαμπούρια.

Για εμάς σήμερα, αυτή είναι μια πολύ μακρινή εικόνα και υπό αυτή την έννοια, εύστοχα κάποιοι στρατιωτικοί ιστορικοί έχουν εκφράσει την άποψη ότι σήμερα, στην εποχή των υπερσύγχρονων, τεχνολογικών πολέμων, δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι ανάλογο. Οι αποστάσεις ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές έχουν μεγαλώσει σε τεράστιο βαθμό. Συχνά, ο εχθρός δεν είναι παρά μια κουκκίδα σε ένα μόνιτορ σε καλά ασφαλισμένες αίθουσες επιχειρήσεων ή σε πιλοτήρια αερωθιούμενων μαχητικών τελευταίας τεχνολογίας, ο θάνατος επέρχεται μέσω «έξυπνων βομβών», αυτοσχέδιων ναρκών και εκρηκτικών μηχανισμών, μέσω των ρουκετών των επονομαζόμενων RPG κτλ.

Συμβαίνει όμως και κάτι ακόμα σήμερα: στις περιπτώσεις εκείνες όπου μπορούμε να μιλάμε για μάχες εκ του συστάδην ή για οδομαχίες (όπως στην Τσετσενία ή στο Ιράκ) ή και μάχες σώμα με σώμα (όπως στον ορεινό ανταρτοπόλεμο του Αφγανιστάν), οι πολιτισμικές, θρησκευτικές και γλωσσικές διαφορές είναι τόσο αβυσσαλέες που δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν κάτι ανάλογο να επαναληφθεί.

Ένα τελευταίο στοιχείο στο οποίο πρέπει, έτσι ενδεικτικά, να σταθούμε είναι ότι στις συγκρούσεις του Μεγάλου Πολέμου του 1914-18 υπήρχε ένα συγκεκριμένο, αρραγές Μέτωπο. Υπήρχε πρώτη γραμμή, υπήρχαν μετόπισθεν κ.ο.κ. Από τον πόλεμο του Βιετνάμ και μετά και ειδικά στο Ιράκ, κυρίως από τη στιγμή που ο πρώην πρόεδρος Μπους διακηρύσσει εκείνο το περίφημο και εντελώς κενό «αποστολή εξετελέσθη», μιλάμε σχεδόν αποκλειστικά για ανορθόδοξες στρατιωτικές τακτικές και ανταρτοπολέμους. Δεν υπάρχει μέτωπο, το μέτωπο είναι παντού, ο εχθρός είναι άφαντος, λειτουργεί σαν φάντασμα, και αυτή είναι μια πάγια τακτική που ακολουθούν πλέον οι ασθενέστεροι έναντι μιας υπερσύγχρονης, πανίσχυρης στρατιωτικής μηχανής, η οποία, σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκεται συχνά να απολογείται στη διεθνή κοινότητα καθώς εξαναγκάζεται, σύρεται σχεδόν σε φονικά χτυπήματα που έχουν σπάνια στρατιωτικό αποτέλεσμα και πολύ συχνά τις λεγόμενες «παράπλευρες απώλειες».

Όπως σημειώνει ο βαν Κρέβελντ: «Από τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα οι ισχυρότεροι, πλουσιότεροι, καλύτερα εξοπλισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι στρατοί που υπήρξαν ποτέ βρίσκονται σε πλήρη παρακμή, στο χείλος της αβύσσου. Τα παραδείγματα που φανερώνουν αυτήν την αποτυχία αφθονούν». Ο συγγραφέας αναφέρει ότι «έχουν σχεδόν ξεχαστεί οι ημέρες κατά τις οποίες οι Ισραηλινοί μάχονταν, και θριάμβευαν, εναντίον του συνόλου των ενόπλων δυνάμεων των συνασπισμένων αραβικών χωρών». Έχει ενδιαφέρον αυτή η παρατήρηση διότι στις συγκεκριμένες συγκρούσεις είδαμε σύντομους, μόλις μερικών ημερών, πολέμους να αλλάζουν τον χάρτη, της Μέσης Ανατολής εν προκειμένω, καταλυτικά και με συνέπειες που τις βιώνουμε όλοι σήμερα. Είδαμε επίσης πολέμους στους οποίους η αεροπορία και τα τεθωρακισμένα είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Ήταν όμως ένα είδος παρένθεσης, εξαίρεσης, εκείνοι οι πόλεμοι, διότι ο κανόνας, ειδικά στα κατοπινά χρόνια, θέλει τους πολέμους να χρονίζουν και οι ισχυρές στρατιωτικές μηχανές να ατροφούν μπροστά στη θέληση, την πίστη και τον φανατισμό των ανίσχυρων. Περισσότερο από ποτέ, αυτό είναι έκδηλο από το 2001 και μετά.

Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στα χαρακώματα του 1914 και στους λεγόμενους «πολέμους της τρομοκρατίας» του 2010. Εκατό περίπου χρόνια, ένας αιώνας μέσα στον οποίο είδαμε δύο παγκόσμιους πολέμους με επικές μάχες τεθωρακισμένων αρμάτων, με αερομαχίες και αεροπορικές επιδρομές, με ναυμαχίες και αεροπλανοφόρα, με αερομεταφερόμενα στρατεύματα αλλά και με γενοκτονίες, σφαγές και μαζικούς βομβαρδισμούς αμάχων, με ρίψεις δύο ατομικών βομβών. 

Ήταν επίσης ένας αιώνας με σφοδρούς, αδελφοκτόνους εμφυλίους πολέμους, αιματηρούς αντιαποικιακούς αγώνες, συρράξεις πιο τοπικού χαρακτήρα αλλά με ευρύτατα διεθνή αντίκτυπο και έντονα φορτισμένα φορτία συλλογικής μνήμης, εισβολές και κατοχές, τρομοκρατικά χτυπήματα και, βέβαια, μια διαρκή αίσθηση απειλής και φόβου ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Αυτό είναι, πολύ συνοπτικά, το ιστορικό, το πολιτισμικό, το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό μα και ευρύτερα ανθρωπολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η αφήγηση αυτή και η ανάλυση του βαν Κρέβελντ. Γι’ αυτό και θα έλεγα ότι το σημαντικό αυτό και άκρως συναρπαστικό βιβλίο, απολαυστικό στην ανάγνωσή του, είναι επιπροσθέτως ερεθιστικό στην πρόκληση ιδεών, ανησυχιών, προβληματισμών καθώς επίσης στην ώθηση περαιτέρω ανάγνωσης. Βλέπετε, υπάρχουν αβυσσαλέες διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, υπάρχουν όμως και ομοιότητες. Παρουσιάζει, για παράδειγμα, εξαιρετικό ενδιαφέρον το πώς οι στρατηγοί του 1914 θεωρούσαν ότι ο πόλεμος από δω και στο εξής θα ήταν ζήτημα ελάχιστου χρόνου, χάρη στα νέα όπλα της εποχής, και πόσο τραγικά τους διέψευσαν τα ίδια τα γεγονότα. Κάτι πολύ παρόμοιο είδαμε να συμβαίνει και στο Ιράκ. Γι’ αυτό και εύστοχα σημειώνει ο βαν Κρέβελντ: «Για την κατανόηση του παρόντος είναι απαραίτητη η μελέτη του παρελθόντος. Από πού προήλθαν οι ένοπλες συρράξεις του 20ού αιώνα; 
Πώς εξελίχθηκαν σε σχέση με τις ένοπλες συρράξεις του 19ου αιώνα; Πώς μπόρεσαν, σε κάποια χρονική στιγμή, οι δυνάμεις που διεξήγαν τους πολέμους να κατακτήσουν ολόκληρες ηπείρους; Πότε έφθασαν στο απόγειο της δύναμής τους αυτές οι δυνάμεις, γιατί άρχισαν να παρακμάζουν και πώς βρέθηκαν στο σημερινό αδιέξοδο; Υπάρχει άραγε διέξοδος ή μήπως οι τακτικές, κρατικές ένοπλες δυνάμεις είναι δια παντός καταδικασμένες να συνεχίσουν να ηττώνται από αντιπάλους που συχνά δεν είναι παρά μικρές ομάδες αξιοθρήνητων και ατελώς οργανωμένων τρομοκρατών; Το παρόν βιβλίο… επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα».

Η μνήμη λοιπόν και η γνώση των περασμένων, ώστε να είμαστε σε θέση να αποπειραθούμε έστω μια στοιχειώδη κατανόηση του τι βιώνουμε σήμερα, τώρα. Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο, απλώς, για την Ιστορία, να κλείσω το σύντομο αυτό σημείωμα όπως ξεκινήσαμε, στις 11 Νοεμβρίου του 2008, έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου αφιερωμένου στην Ανακωχή των Χριστουγέννων στη Γαλλία, ενώ στο ίδιο σημείο διοργανώθηκε και ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα σε Γερμανούς και Βρετανούς στρατευμένους, οι οποίοι ανήκαν στις μονάδες που πολεμούσαν το 1914: το 1ο Τάγμα των
Royal Welsh Fusiliers με το 371 Τάγμα των Γερμανών Panzergrenadier. Ως συνήθως, οι Γερμανοί κέρδισαν με 2-1, επιβεβαιώνοντας τη γνωστή ρήση του παλαίμαχου Βρετανού ποδοσφαιριστή Γκάρι Λίνεκερ ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται από δύο ομάδες των έντεκα παικτών και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί.

Σας ευχαριστώ πολύ.


Η ομιλία του κου Λαζαρίδη:

Κατ’ αρχήν θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τον Εκδοτικό Οίκο Γκοβόστη για την τιμή που μου έκανε να με προσκαλέσει να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου «Πόλεμος, Από τη μάχη του Μάρνη έως το Ιράκ». Πρώτον, γιατί μου επέβαλε να μελετήσω το βιβλίο αυτό και να διευρύνω έτσι σημαντικά τις γνώσεις μου, πάνω στα στρατιωτικά πράγματα και δεύτερον –όπερ το και σπουδαιότερο– γιατί μου δίνει την ευκαιρία να απευθυνθώ σε ένα τόσο εκλεκτό ακροατήριο.

Σύμφωνα με ένα γενικά παραδεκτό ορισμό η Στρατιωτική Στρατηγική είναι η τεχνική του χειρισμού της στρατιωτικής ισχύος, ώστε αυτή να συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών που προκαθορίστηκαν από την πολιτική. Βλέπουμε δηλαδή ότι εις την μορφήν των συντεταγμένων σήμερα πολιτευμάτων η στρατηγική αποτελεί θεραπαινίδα της πολιτικής.

Ο συγγραφέας με τον εκδότη Κώστα Γκοβόστη



Δύο από τους βασικούς πυλώνας της Στρατηγικής είναι η Στρατιωτική Γεωγραφία και η Στρατιωτική Ιστορία. Η Στρατιωτική Γεωγραφία αποτελεί οδηγό, ο οποίος κατευθύνει τον μελετητή της Στρατηγικής στην αναζήτηση, τον προσδιορισμό και την μελέτη ιδιαιτέρως σημαντικών γεωγραφικών περιοχών και αξόνων, τα οποία έπαιξαν ανά τους αιώνας καθοριστικούς παράγοντες στην επίτευξη τω σκοπών της Στρατηγικής. Τέτοιες περιοχές είναι π.χ. η Ανατολική Μεσόγειος και ο χώρος της Εγγύς Ανατολής.

Η Στρατιωτική Ιστορία, ο δεύτερος αυτός Πυλώνας της Στρατηγικής, αποτελεί ένα πρόβλημα το οποίο πρέπει πάντοτε να μελετάται και να αναλύεται με ιδιαίτερη προσοχή. Ασφαλώς η μελέτη και η ανάλυση των πολέμων και μαχών του παρελθόντος μας παρέχουν στοιχεία από τα οποία μπορούμε να βγάλουμε πολύτιμα συμπεράσματα για αναμενόμενες εξελίξεις στο μέλλον. Εδώ όμως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και ενάργεια. Ποτέ δεν πρέπει να περιοριζόμεθα σε καλούπια γιατί ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, δύο καταστάσεις δεν είναι ακριβώς όμοιες. Παντού υπάρχουν οι αστάθμητοι παράγοντες, οι οποίοι είναι δυνατόν να διαφοροποιήσουν το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι ότι αρκετές φορές οι ηγήτορες πολιτικοί ή στρατιωτικοί χρησιμοποιούν τα διδάγματα της Στρατιωτικής Ιστορίας κατά το δοκούν. Δηλαδή όπως τους συμφέρει.

Πιθανώς, πολλοί από το ακροατήριο θα αναρωτώνται ποιος είναι ο λόγος της μακροσκελούς εισήγησής μου για τη στρατηγική σε σχέση με το σύγγραμμά του διακεκριμένου καθηγητή της Ιστορίας του κυρίου Martin Van Creveld, του οποίου ο τίτλος είναι «Πόλεμος, Από τη μάχη του Μάρνη έως το Ιράκ». Ο λόγος είναι απλός. Ο καθηγητής Martin van Creveld, εκτός από Ιστορικός είναι και άριστος Στρατηγικός αναλυτής, και στις σελίδες του βιβλίου του που καλύπτει τους πολέμους του τρομερού 20ού αιώνα, εκμεταλλεύεται, κατά τη γνώμη μου, την ανάλυση των γεγονότων για να παρουσιάσει τις καταλυτικές διαφοροποιήσεις που προκάλεσαν στην Στρατηγική Αντίληψη οι συγκρούσεις μεταξύ στρατών που απαρτίζονταν από εκατομμύρια άνδρες και έτσι υπήρχαν αστείρευτα αποθέματα «Κρέατος για τα Κανόνια» –για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή έκφραση– όπως και οι τεχνολογικές εξελίξεις που δημιουργούσαν έναν νέο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου.

Αρχικά προτάσσει ένα πρελούδιο –την περίοδο 1900-1914– στο οποίο προσδιορίζονται οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων τα πρώτα στάδια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι μετέτρεψαν τον πόλεμο σε ολοκληρωτική εθνική υπόθεση, και όχι προνόμιο των ηγεμόνων, όπως και η εισαγωγή τεχνικών εξελίξεων – του πολυβόλου της άκαπνης πυρίτιδας, του αεροπλάνου του αυτοκινήτου και του ασύρματου, ο οποίος για τις ναυτικές επιχειρήσεις υπήρξε ζωτικής σημασίας.

Ο πόλεμος άρχισε βασιζόμενος στα παλαιά πρότυπα χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν τα διδάγματα που είχαν πρόσφατα προκύψει από τον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο 1904-1905 και τον πόλεμο των Μπόερς 1899-1902, τόσο στην ξηρά – μάχη του Μουκίδου όσο και στην θάλασσα – ναυμαχία της Τσουσίμα. Έπειτα από μια αρχική περίοδο ελιγμών, οι οποίοι στο Δυτικό μέτωπο κατέληξαν στην ήττα των Γερμανών στον Μάρνη και στο Ανατολικό Μέτωπο στη νίκη τους στο Τάνεμπεργκ, τα μέτωπα –κυρίως το Δυτικό που ήταν το κύριο μέτωπο– κατέληξαν σε αχανή δίκτυα τεθλασμένων χαρακωμάτων και οχυρώσεων μέσα στα οποία θάφτηκαν εκατομμύρια άνδρες. Δημιουργήθηκε το Στρατηγικό αδιέξοδο κυρίως χάρη στην φονικότατα των πολυβόλων και των φραγμών του πυροβολικού, τα οποία ήταν αδύνατον να διασπάσει το απροστάτευτο πεζικό. Οι αντίπαλοι Στρατηγοί ρίχτηκαν με μανία σε αιματηρές αλλά αναποτελεσματικές μετωπικές επιθέσεις –Σομ – Βερντέν – Πασαντίνα – Αρτουά, οι οποίες διήρκεσαν επί εβδομάδες ακόμα και μήνες. Συγκεκριμένα η μάχη του Βέρντεν διήρκεσε από τον Φεβρουάριο μέχρι το Νοέμβριο του 1916.3 Πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό ότι τουλάχιστον στο Δυτικό Μέτωπο η λύση του αδιεξόδου έπρεπε να αναζητηθεί σε άλλους τρόπους και μέσα.

Οι αντίπαλοι επιστράτευσαν την τεχνολογία για να επιτύχουν τη λύση του αδιεξόδου. Άρχισαν με τα ασφυξιογόνα αέρια, προχώρησαν στη μαζική χρήση του πυροβολικού που δημιουργούσε κυλινδούμενους φραγμούς με αυστηρά χρονικά όρια του οποίου έπρεπε να ακολουθήσει το πεζικό. Και τέλος το 1916 εμφανίσθηκαν στην μάχη του Σομ τα τανκς χωρίς σημαντικά αποτελέσματα στην αρχή. Όμως το Νοέμβριο του 1917, στη μάχη του Καμπρέ, όταν χρησιμοποιήθηκαν 500 άρματα πέτυχαν τη διάσπαση ενός τομέα του γερμανικού μετώπου. Όμως οι Γερμανοί κατάφεραν να περιορίσουν τα ρήγμα φέρνοντας φρέσκα στρατεύματα και εξαπολύοντας αντεπιθέσεις εναντίον των αρμάτων που είχαν αποκολληθεί από το πεζικό.

Μια άλλη σημαντική τεχνολογική εξέλιξη ήταν η χρήση του αεροπλάνου. Άρχισε στην αρχή του πολέμου κυρίως ως όργανο αναγνωρίσεως και λήψεως φωτογραφιών για να εξελιχθεί σύντομα σε κύριο μέσο επέμβασης στην εξέλιξη μιας μάχης κυρίως με την προσβολή των μετόπισθεν και την πραγματοποίηση των πρώτων βομβαρδισμών.

Παρ’ όλα αυτά η κατάσταση στο Δυτικό Μέτωπο παρέμεινε σταθερή, κάτι που έκανε τους Στρατηγούς να λέγουν ότι η καλύτερη επίθεση είναι η άμυνα, γιατί έτσι επιτυγχανόταν η φθορά του αντιπάλου. Βεβαίως πρέπει να επισημανθεί ότι στα άλλα μέτωπα, το Ανατολικό, το Μακεδονικό, και της Μέσης Ανατολής στα οποία λόγω της εκτάσεως του υπήρχε χώρος ελιγμών, διεξήχθησαν μάχες επί ανοικτού πεδίου με θεαματικά μερικές φορές αποτελέσματα .

Ο πόλεμος στη θάλασσα είχε διαφορετική εξέλιξη. Οι αντίπαλοι Στόλοι –κυρίως ο Βρετανικός και ο Γερμανικός– ενεπλάκησαν αρχικά σε υπερπόντιες ναυμαχίες οι οποίες τελικά λόγω της αριθμητικής κατωτερότητας κατέληξαν στην εκμηδένιση των γερμανικών πλοίων που δρούσαν εκτός της Βόρειας θάλασσας. Οι Γερμανοί αντέδρασαν με τη χρήση των υποβρυχίων και των καμουφλαρισμένων καταδρομικών πλοίων επιφανείας. Παρά τα αρχικά τους θεαματικά αποτελέσματα οι Σύμμαχοι που υιοθέτησαν το σύστημα των νηοπομπών και χρησιμοποίησαν το Sonar, εκμηδένισαν σχεδόν τα αποτελέσματά των. Τελικά, μετά την αμφισβητούμενου αποτελέσματος ναυμαχία της Γιουτλάνδης, τον Μάιο το 1916, οι Βρετανοί πέτυχαν τον ολοκληρωτικό ναυτικό αποκλεισμό της Γερμανίας γεγονός που οδήγησε τον Γερμανικό λαό σε λιμό και προκάλεσε σημαντική πτώση του ηθικού του.

Μετά την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, το Γερμανικό Επιτελείο κατάλαβε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να δοθεί λύση του δράματος εντός του 1918. Αφού μετέφεραν σημαντικές δυνάμεις που απελευθερώθηκαν από το Ανατολικό Μέτωπο μετά τη συνθήκη του Μπριστ-Λιτόφσκι εξαπέλυσαν το Μάιο και τον Ιούνιο διαδοχικές επιθέσεις τις οποίες ο Γερμανός Επιτελάρχης, ο Στρατηγός Λουντεντόρφ, ονόμασε χαρακτηριστικά «Επίθεση της Ειρήνης». Παρά τις θεαματικές αρχικές επιτυχίες – στον τομέα του Αινς δημιούργησαν θύλακα εύρους 45 χλμ. και βάθους 30 και περνώντας τον Μάρνη, απείλησαν για μια ακόμη φορά το Παρίσι, οι Γερμανικές επιθέσεις δεν έφεραν την ειρήνη. Η πρωτοβουλία πέρασε τώρα στους Συμμάχους οι οποίοι με διαδοχικές, καλώς μελετημένες επιθέσεις, απώθησαν παντού τους Γερμανούς προκαλώντας σημαντική πτώση του ηθικού του στρατεύματος. Τελικά οι Γερμανοί των οποίων οι Σύμμαχοι άρχισαν διαδοχικά να συνθηκολογούν με τους Συμμάχους – η Βουλγαρία στις 29 Σεπτεμβρίου, η Τουρκία στις 30 Οκτωβρίου και η Αυστροουγγαρία στις 3 Νοεμβρίου- ενώ ταυτόχρονα είχαν εκδηλωθεί ταραχές στο εσωτερικό, αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν στις 11 Νοεμβρίου 1918.

Εκείνο το οποίο πρέπει να επισημανθεί σχετικά με τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ότι ο Γερμανικός Στρατός κατείχε ακόμη σημαντικό μέρος της Γαλλίας, γεγονός που τους έδωσε αργότερα το δικαίωμα να μιλούν – για πισώπλατη μαχαιριά- και ότι η κατάρρευση προηγήθηκε κυρίως από το λιμό που προκάλεσε ο Συμμαχικός αποκλεισμός.

Κατά κανόνα, μετά από κάθε μεγάλο πόλεμο, ο νικητής επαναπαύεται στις δάφνες του πιστεύοντας στην ορθότητα των ενεργειών και αποφάσεών του, τις οποίες σχεδιάζει να εφαρμόσει και σε μια πιθανή μελλοντική σύρραξη. Αντίθετα, ο ηττημένος διερευνά τους λόγους της ήττας, προσπαθεί να βρει τρόπους για να τους εξουδετερώσει και αναζητεί κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο για να του φορτώσει τους λόγους της ήττας.

Αυτό έκαναν και οι Γερμανοί στο διάστημα του μεσοπολέμου, ή της εικοσαετούς εκεχειρίας, όπως την χαρακτήρισε ο Στρατάρχης Φος. Ευθύς εξαρχής προσπάθησαν να φαλκιδεύσουν τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών εκπαιδεύοντας στην 100.000 ανδρών δύναμη της Reichswher μόνο αξιωματικούς. Εγνώριζαν ότι η χώρα τους δεν μπορούσε να αντέξει σε έναν παρατεταμένο πόλεμο φθοράς και τον μοιραίο αποκλεισμό γι’ αυτό προσπαθούσαν να βρουν λύση για έναν περιορισμένης διάρκειας πόλεμο, ο οποίος θα διεξαγόταν με σύντομες κεραυνοβόλες επιχειρήσεις. Μελετώντας τον τρόπο διεξαγωγής του αγώνα στο Δυτικό Μέτωπο, διέβλεψαν ότι ένας συνδυασμός τεθωρακισμένων σχηματισμών υποστηριζόμενων από την αεροπορία θα μπορούσε να επιτύχει διάσπαση του εχθρικού μετώπου, όπως πέτυχαν οι Άγγλοι στο Καιμπραί και ότι έπρεπε να εκμεταλλευθούν αμέσως το ρήγμα. Γι’ αυτό και εθέσπισαν την προώθηση των Διοικήσεων μέχρι σχεδόν την πρώτη γραμμή ώστε να είναι δυνατή η λήψη αμέσων αποφάσεων. Αντίθετα οι Γάλλοι πίστευαν ότι οι Διοικήσεις και τα επιτελεία έπρεπε να είναι αρκετά πίσω, εγκατεστημένα σε πολυτελή Σατώ ώστε ανεπηρέαστοι από τις συγκινήσεις της μάχης να λαμβάνουν ψύχραιμοι αποφάσεις σαν να επρόκειτο για έναν αγώνα γατρικίου. Χαρακτηριστικά αναφέρω το εξής παράδειγμα. Το απόγευμα της 12ης Μαΐου 1940 οι Γερμανοί, έπειτα από προσωπική επέμβαση του Χίτλερ επετέθησαν, μετά από ελάχιστη αναδιοργάνωση και διέβησαν τον Μεύση, στο μοιραίο για τους Γάλλους Σεντάν. Αργά το βράδυ ανεφέρθη στον Γάλλο Στρατηγό Χοιντσιζέρ, του οποίου το Στρατηγείο ήταν στο Σενύη 50 χλμ. πίσω, διοικητή της 2ας Στρατιάς, ότι διέβησαν τον Μεύση 40-50 Γερμανοί στρατιώτες. «Ωραία, αύριο το πρωί θα συλλάβουμε 40 Γερμανούς αιχμαλώτους», ήταν η απάντηση του Χοιντσιζέρ. Αύριο το πρωί όμως ο ένδοξος Γαλλικός Στρατός είχε καταρρεύσει και όλοι είχαν τραπεί εις φυγήν. Την ίδια ώρα οι αντίστοιχοι Γερμανοί Στρατηγοί, ο Γκουντέριαν και ο Ρόμελ, βρίσκονταν μαζί με τα πιο προωθημένα συντάγματά των. Τεράστιο βάραθρο περί του τρόπου διεξαγωγής του σύγχρονου πολέμου χώριζε τους δύο αντιπάλους.

Για αποδιοπομπαίους τράγους ανακάλυψαν στους κομμουνιστές και τους Εβραίους. Τέλος, λίγο πριν εξαπολύσει τον πόλεμο ο Χίτλερ εξόρκισε και τον διμέτωπο πόλεμο, με το Σύμφωνο Φιλίας και μη επιθέσεως που σύναψε με τον Στάλιν.

Όταν άρχισαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την 1η Σεπτεμβρίου 1939, οι Γερμανοί εφάρμοσαν κατά γράμμα τη θεωρία του κεραυνοβόλου πολέμου και μέσα σε 17 ημέρες εξουδετέρωσαν τον Πολωνικό Στρατό, ενώ οι Σύμμαχοι αναπαύονταν μέσα στα οχυρά της γραμμής Μαζινό. Τον Απρίλιο του 1940 κατέλαβαν μετά από μια παράτολμη επιχείρηση τη Δανία και τη Νορβηγία. Η επίθεση στο Δυτικό Μέτωπο, εναντίον της Ολλανδίας, Βελγίου και Γαλλίας άρχισε στις 10 Μαΐου 1940. Η Ολλανδία συνθηκολόγησε στις 14 Μαΐου, ενώ στις 27 Μαΐου παρεδόθη ο Βασιλεύς του Βελγίου Λεοπόλδος. Η επίθεση εναντίον των κυριότερων αντιπάλων – του Γαλλικού Στρατού και του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (400.000 άνδρες). Εξελίχθηκε με την ίδιαν ταχύτητα και αποφασιστικότητα και στις 21 Ιουνίου η Γαλλία κατέθεσε τα Όπλα. Η Αγγλία είχε κατορθώσει να εκκενώσει από τη Δουνκέρκη το μεγαλύτερο μέρος του Εκστρατευτικού Σώματος 240.000 άνδρες, άφησαν όμως στα χέρια των Γερμανών το σύνολο του βαρέως οπλισμού και υλικού των. Το θαύμα της Δουνκέρκης οφείλετε αποκλειστικά στον Χίτλερ ο οποίος για αμφιλεγόμενους λόγους διέταξε στις 28 Μαΐου την προσωρινή διακοπή των επιχειρήσεων προς την Δουνκέρκη.

Μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας οι Άγγλοι, σχεδόν άοπλοι, ανέμεναν με δέος μια γερμανική απόβαση στηριζόμενη μόνο στο Ναυτικό και την Αεροπορία για να την αποτρέψουν. Έτσι έχουμε τη μάχη της Αγγλίας τη μονομαχία δηλαδή μεταξύ της RAF και της Luftwaffe, που άρχισε στις 8 Αυγούστου και θεωρητικά τελείωσε στις 30 Οκτωβρίου με νίκη της RAF. Οι Γερμανοί εφθασαν πολύ κοντά στην νίκη όταν κατά την δεύτερη φάση της μάχης προσέβαλαν τα αεροδρόμια και τις εγκαταστάσεις στη Νότια Αγγλία και ανάγκασαν τη Διοίκηση Καταδιωκτικών της RAF να σχεδιάζει εγκατάλειψη της περιοχής. Τους έσωσε η απόφαση του Γκαίρινγκ να διαφοροποιήσει τους αντικειμενικούς σκοπούς στρέφοντας την κύρια προσπάθεια εναντίον του Λονδίνου ως ανταπόδοση για τον βομβαρδισμό του Βερολίνου. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι η χρήση του Radar από τους Βρετανούς υπήρξε καθοριστικός παράγων για τη νίκη τους.

Όταν ο Χίτλερ αποφάσισε την επ’ αόριστον αναβολή της επιχειρήσεως «θαλάσσιος Λέων», την απόβαση δηλαδή στην Μ. Βρετανία, εστράφη εναντίον του αμείλικτου ιδεολογικού του εχθρού του Στάλιν και στις 22 Ιουνίου 1941 εξαπέλυσε την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Στη σύγκρουση αυτή μοναδική σε αγριότητα και σε μέγεθος επιχειρήσεων, βρέθηκαν αντιμέτωπες σε αγώνα ζωής ή θανάτου δύο αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες που αντιπροσώπευαν τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι Σύμμαχοι δεν έδιναν περισσότερο από 3-4 μήνες ζωής στη Σοβιετική Ένωση. Όμως οι Ρώσοι αξιωματικοί προοδευτικά εδιδάχθηκαν από τα αρχικά σφάλματά των και κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τους αντιπάλους τους και να επικρατήσουν. Ο Ρώσος στρατιώτης αντέταξε την επιμονή, την καρτερία, την ικανότητα προσαρμογής και αντοχής σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και τον πατριωτισμό του στην αρίστη εκπαίδευση, το μιλιταριστικό πνεύμα και την πρωσική πειθαρχία του αντιπάλου του και κατόρθωσε να επικρατήσει. Τελικά η σημαία με το σφυροδρέπανο υψώθηκε στα ερείπια του Ράιχσταγκ. Πάντως πρέπει να τονισθεί ότι η εκστρατεία κατά της Ελλάδος –επιχείρηση Μαρίτα και η κατάληψη της Κρήτης «Επιχείρηση Ερμής» υποχρέωσε το Γερμανικό Επιτελείο να αναβάλει την επίθεση κατά 38 ημέρες– ενώ είχε σχεδιασθεί για τις 15 Μαΐου, άρχισε στις 22 Ιουνίου. Το διάστημα αυτό έσωσε τουλάχιστον τη Μόσχα από τη βεβαία κατάληψή της. Η κατάληψη της Σοβιετικής Πρωτεύουσας θα είχε ανυπολόγιστη επίδραση στο ηθικό των Σοβιετικών λαών όπως και τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, πακτωλός της Συμμαχικής βοήθειας συνετέλεσε επίσης καθοριστικά στην επιτυχή αντίσταση των Ρώσων. Από την άλλη όμως πλευρά, η ιστορική αλήθεια μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε ότι για τρία έτη, μέχρι δηλαδή την απόβαση στην Νορμανδία, η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε μόνη τον όγκο της Γερμανικής πολεμικής μηχανής.

Με την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, όταν κατά τη ρήση του Ναυάρχου Γιαμαμότο, οι Ιάπωνες «ξύπνησαν έναν γίγαντα που κοιμόταν», ο πόλεμος έγινε πραγματικά παγκόσμιος μια και τύλιξε στις φλόγες του ολόκληρη την υφήλιο εκτός από την Αμερική. Οι Ιάπωνες επετέθησαν με αποφασιστικότητα κατά ακτινοειδείς κατευθύνσεις – όπως και η πολεμική των σημαία και μέσα σε ελάχιστο χρόνο- μικρότερο από 6 μήνες επέτυχαν θεαματικά αποτελέσματα Χονγκ Κονγκ – Φιλιππίνες – Σιγκαπούρη – αποκαλούμενη και Γιβραλτάρ της Άπω Ανατολή – Βιρμανία – νησιωτικά συμπλέγματα του Ειρηνικού και άλλα.

Ο πόλεμος στη θάλασσα διεξήχθη κυρίως στους δύο Ωκεανούς, τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό. Στον Ατλαντικό οι Γερμανοί στήριξαν την επιθετική τους προσπάθεια κυρίως στο υποβρύχιο όπλο. Όταν άρχισε ο πόλεμος διέθεται 56 μόνο υποβρύχια από τα οποία τα 30 ήταν ακατάλληλα για τον Ατλαντικό. Γρήγορα όμως αύξησαν τον στόλο τους σε 198 το Σεπτέμβριο του 1941 για να φθάσουν τα 393 το 1942, παρά τις ενδιάμεσες απώλειες. Αυτό επέτρεψε στον Ναύαρχο Νταίνιτζ να υιοθετήσει την επίθεση κατά των νηοπομπών κατά ομάδας τις γνωστές αγέλες λύκων. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Το 1942 εβύθισαν πλοία συνολικού εκτοπίσματος 6.236.000 τόνων. Μόνο η αμέριστη συνδρομή της Αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας έσωσε την Αγγλία. Στη συνέχεια όμως χάρη στην χρήση νέων εξελιγμένων μέσων από τους Συμμάχους – αεροπλάνα εφοδιασμένα με ραντάρ, βόμβες βυθού προσεγγίσεως, βελτιωμένο sonar, όπως και η καλύτερη οργάνωση των νηοπομπών, οι απώλειες περιορίσθηκαν σε ανεκτά επίπεδα.

Αντίθετα στον Ειρηνικό Ωκεανό έγιναν ναυμαχίες πρωτοφανούς κλίμακας, θάλασσα της Ιάβας, κατά βύθισης του Ρήπολς και Πρίγκιψ της Ουαλίας, νήσοι Σολομώντος, θάλασσα των Κοραλλίων Γκουαντάλκαναρ. Στις ναυμαχίες αυτές το κύριο όπλο απεδείχθη το αεροπλανοφόρο και οι περισσότερες έγιναν χωρίς να έλθουν σε οπτική επαφή τα πλοία των αντιπάλων. Η αποφασιστική ναυμαχία έγινε στο Midway στις 4 Ιουνίου 1942. Σ’ αυτήν οι Αμερικανοί εβύθισαν και τα τέσσερα αεροπλανοφόρα που είχαν επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ με την απώλεια ενός μόνου. Μετά από το Midway οι Ιάπωνες απώλεσαν την πρωτοβουλία και περιορίσθηκαν στην άμυνα που τελικά απεδείχθη αναποτελεσματική μπροστά στον απεριόριστο όγκο των Αμερικανικών ενισχύσεων.

Μετά τις αρχικές επιτυχίες των Γερμανών και των Ιαπώνων η πρωτοβουλία στον αεροπορικό πόλεμο περιήλθε αποκλειστικά στα χέρια των Δυτικών Συμμάχων. Η προσβολή των γερμανικών πόλεων από την στρατηγική Βρετανική αεροπορία άρχισε από το 1942. Το Αμβούργο υπήρξε ο πρώτος μεγάλος στρατηγικός στόχος. Τη νύχτα της 2ας -3η Αυγούστου 800 Βαρέα Βρετανικά Βομβαρδιστικά προσέβαλαν την πόλη την οποία πυρπόλησαν προκαλώντας 40.000 νεκρούς. Σε συνεργασία με την Στρατηγική Αεροπορική Διοίκηση των ΗΠΑ άρχισε ένας συστηματικός βομβαρδισμός των γερμανικών πόλεων –καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο- οι Άγγλοι βομβάρδιζαν τη νύκτα και οι Αμερικανοί την ημέρα με αποκορύφωμα τον –άνευ λόγου- βομβαρδισμό της Δρέσδης στις 13 και 14 Φεβρουαρίου 1945, ο οποίος προκάλεσε 135.000 νεκρούς, πολύ περισσότερους από όσους η ατομική βόμβα της Χιροσίμα –κυρίως αμάχους– μια και στην πόλη δεν υπήρχαν στρατιωτικοί στόχοι. Όταν τελείωσε ο πόλεμος όλες οι γερμανικές πόλεις εκείτοντο σε ερείπια.

Την αποκλειστική ευθύνη για την από αέρος καταστροφή της Ιαπωνίας ανέλαβε η Αμερικανική αεροπορία. Οι ιαπωνικές πόλεις – κτισμένες κυρίως με ξύλινα οικήματα πυρπολήθηκαν κυριολεκτικώς, προκαλώντας 1.000.000 σχεδόν νεκρούς μεταξύ των αμάχων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στο βομβαρδισμό του Τόκιο, στις 9 Μαρτίου 1945, οι νεκροί έφθασαν τις 185.000.

Ο Ιταλός θεωρητικός του αεροπορικού πολέμου, στρατηγός Τζούλιο Ντούε επρέσβευε ότι με την έντονη χρήση της αεροπορίας θα κατέρρεε το ηθικό του αντιπάλου, θα καταστρεφόταν η βιομηχανία του και τελικά θα αναγκαζόταν να παραδοθεί. Την άποψη αυτή ενστερνίσθηκαν οι Σύμμαχοι. Τελικά όμως δεν κατόρθωσαν να την επιβάλουν. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η Γερμανία, η οποία ήταν ο κύριος αντίπαλος μέχρι το 1944, είχε αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής της.

Το τέλος ήλθε όταν οι Σύμμαχοι μετά την απόβαση της Νορμανδίας και την απελευθέρωση της Γαλλίας εισέβαλαν από Δυσμάς στην Γερμανία, ενώ οι Σοβιετικοί εισέβαλαν από Ανατολάς. Οι Γερμανοί συνθηκολόγησαν άνευ όρων στις 8 Μαΐου 1945, όταν ολόκληρη σχεδόν η χώρα τους είχε καταληφθεί από τους Συμμάχους. Αυτή τη φορά είχαν πάρει το μάθημά των.

Η Συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, ενώ από τις 15 Αυγούστου είχε επιβληθεί κατάπαυση του πυρός, μετά την ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Η σκοπιμότητα της χρησιμοποιήσεως των βομβών είναι αμφισβητούμενη δεδομένου ότι οι Ιάπωνες είχαν εκδηλώσει προθέσεις να συνθηκολογήσουν, αρκεί να μην εθίγετο το πρόσωπο και ο θεσμός του Αυτοκράτορα, κάτι το οποίο οι Σύμμαχοι απεδέχθησαν στο κείμενο της συνθηκολόγησης.

Ο συνολικός αριθμός μόνο των νεκρών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέρχεται σε 15.000.000 στρατιωτικούς και 26-30.000.000 αμάχους. Η Σοβιετική Ένωση είχε την τραγική μερίδα του λέοντος με 7.500.000 νεκρούς στρατιωτικούς και 10-15.000.000 αμάχους.

Στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε μια θεαματική έκρηξη στον τομέα της επιστήμης και τεχνολογίας. Χαρακτηριστικά αναφέρω μερικές εφευρέσεις – το Ραντάρ, τα αεριωθούμενα αεροπλάνα, με πρώτο το Μ268- οι Γερμανοί βαλλιστικοί πύραυλοι V1 και V2 τα τετρακινητήρια βομβαρδιστικά μεγάλης ακτίνας δράσεως. Τα πρώτα βήματα στα αντιβιοτικά φάρμακα και την ατομική βόμβα ως επιστέγασμα.

Εκεί όμως που σημειώθηκε αύξηση κατά γεωμετρική πρόοδο ήταν στον τομέα της παραγωγής. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι τα αμερικανικά εργοστάσια κατασκεύαζαν ένα αεροπλάνο κάθε 5΄ και 45΄΄. Οι ΗΠΑ έγιναν το Οπλοστάσιο των συμμάχων και στο τέλος του 1944 η αμερικανική παραγωγή σε άρματα μάχης πυροβολικό και μεταγωγικά πλοία άρχισε να φθίνει γιατί είχαν διαθέσιμα περισσότερα όπλα από όσα μπορούσαν να διατεθούν στους Συμμάχους των ή να σταλούν στα διάφορα θέατρα πολέμου.

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το διεθνές Στρατηγικό πλαίσιο διαφοροποιήθηκε δραματικά. Οι πρώην Σύμμαχοι έγιναν θανάσιμοι αντίπαλοι και οι πρώην εχθροί Σύμμαχοι. Για πολλές δεκαετίες επικράτησε η στρατηγική του ψυχρού πολέμου. Μια νέα παγκόσμια σύρραξη ασύλληπτου μεγέθους και τραγικότητας απεφεύχθη μόνο χάρη στην αποτρεπτική ισχύ των πυρηνικών όπλων. Αυτό όμως δεν απέτρεψε την έκρηξη περιορισμένων τοπικών πολέμων και συγκρούσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...