To αγόρι που κολύμπησε να φτάσει το φεγγάρι


Οι γονείς του Στέργιου πίστευαν πως στη ζωή ερχόμαστε για να πραγματοποιήσουμε ένα μεγάλο ταξίδι.

Για μερικούς το ταξίδι κρατάει μια ζωή, για άλλους δυο στιγμές ενώ για το μικρό μας Στέργιο αυτό το ταξί
δι ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ με πανσέληνο.

Μέσα σε λίγες ώρες έμαθε πράγματα για τους ανθρώπους και τον κόσμο που ποτέ δεν είχε φανταστεί, συνάντησε πλάσματα που δεν ήξερε ότι υπάρχουν, μα πάνω απ' όλα έμαθε πως αν στο ταξίδι σου έχεις για οδηγό την αγάπη τότε θα φτάνεις πάντα στον προορισμό σου...


Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μικρό νησάκι που το έλεγαν Απουσία ζούσε ο μικρός Στέργιος μαζί με το σκυλάκι του, τον Παυσανία. Το νησί ήταν σχετικά απομονωμένο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο και είχε λιγοστούς κατοίκους, που ασχολούνταν κυρίως με την αγροτική ζωή. Ο Στέργιος ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στη μέση μιας μεγάλης παραλίας, κοντά στο χωριό όπου ζούσαν οι υπόλοιποι κάτοικοι. Το παιδί δεν είχε πολλά πράγματα δικά του, γιατί ήταν φτωχό, αλλά οι κάτοικοι του διπλανού χωριού τού έδιναν ρούχα και τρόφιμα. Σαν αντάλλαγμα αυτός τους βοηθούσε στις διάφορες δουλειές τους, όπως στο ψάρεμα, στη φροντίδα του κήπου, στα ψώνια και σ’ άλλα πολλά. Όλοι οι κάτοικοι της Απουσίας αγαπούσαν τον Στέργιο, γιατί ήξεραν τη θλιβερή ιστορία του.

Πριν από λίγα χρόνια οι γονείς του παιδιού είχαν πνιγεί στην θάλασσα μια νύχτα με πανσέληνο. Οι χωριανοί δεν είπαν ποτέ την αλήθεια στον Στέργιο, για να μη στενοχωρηθεί. Του είπαν πως οι γονείς του είχαν πάει ένα μακρινό ταξίδι μέχρι το φεγγάρι. Ο μικρός, κάθε φορά που είχε πανσέληνο, έριχνε στη θάλασσα έναν ανθό πικροδάφνης για να συντροφεύει τους γονείς του στο ταξίδι τους. Η πικροδάφνη ήταν το αγαπημένο λουλούδι των γονιών του, γιατί πίστευαν πως, παρά το όνομά του, ομόρφαινε τις έρημες γωνιές κάθε τόπου.


Οι μέρες κυλούσαν πολύ ήσυχα και όμορφα για τον Στέργιο και το σκυλάκι του. Ο Παυσανίας έτρεχε απ’ άκρη σ’ άκρη στην παραλία, έπαιρνε στο στόμα του κοχύλια, έπειτα τα έδινε στον Στέργιο κι αυτός με τη σειρά του έφτιαχνε μ’ αυτά βραχιόλια για τη μαμά του. Όταν ήταν μικρός, η μαμά του τού έλεγε πως τα κοχύ
λια είναι αμέτρητα όπως τ’ αστέρια κι επειδή εκείνη δεν μπορούσε να φτάσει τ’ αστέρια, μάζευε κοχύλια και τ’ άφηνε στην άμμο σχεδιάζοντας διάφορους αστερισμούς. Το παιδί είχε πιστέψει πως αν έφτιαχνε όλο τον ουρανό στη μεγάλη παραλία, θα μπορούσε να φτάσει και στ’ αστέρια. Από τότε που έφυγαν οι γονείς του, ο Στέργιος έπαψε να κάνει σχηματισμούς με κοχύλια στην άμμο. Με τα κοχύλια έφτιαχνε βραχιόλια, ώστε όταν γυρνούσε η μητέρα του, να έχει όλο τον ουρανό στα χέρια της.

Πέρασαν αρκετά χρόνια απ’ όταν οι γονείς του Στέργιου είχαν φύγει και το παιδί αποφάσισε να σταματήσει να φτιάχνει βραχιόλια, γιατί ο ουρανός ήταν απέραντος και το χέρι της μητέρας του πολύ μικρό για να φορέσει όλα αυτά τα κοχυλένια βραχιόλια. Πάντα είχε μέσα του την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα γύριζαν οι γονείς του κ
αι τότε όλοι μαζί θα συζητούσαν για το ταξίδι τους και τ’ αστέρια, που αυτοί τα είχαν δει από κοντά. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ με πανσέληνο ο Στέργιος κάθισε στην ακροθαλασσιά με τον Παυσανία για να φτιάξει το τελευταίο βραχιολάκι.

«Θα το κάνω το πιο όμορφο απ’ όλα», είπε.


Ήταν καλοκαίρι, ένα ζεστό βράδυ του Αυγούστου, και όσο ο Στέργιος έφτιαχνε το κόσμημα, η θάλασσα γινόταν όλο και πιο ήρεμη. Ένα αεράκι φυσούσε απαλά κι ο φλοίσβος ίσα που ακουγόταν. Ο Παυσανίας είχε κουρνιάσει δίπλα στον Στέργιο και χάζευε δύο ψαράκια που παιχνίδιζαν στα ρηχά. Το γεμάτο φεγγάρι φώτιζε τ
η θάλασσα και άπλωνε πάνω της ένα ασημί πέπλο, θαρρείς πως ήταν δρόμος στολισμένος με λιλιπούτεια αστέρια.

Ξαφνικά ο αέρας φύσηξε πιο δυνατά, σαν να έφερνε μαζί του έναν ψίθυρο, κι ο Παυσανίας άρχισε να γαβγίζει προς το φεγγάρι. Ο Στέργιος σήκωσε τα μάτια και αντίκρισε το δρόμο του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα. Σηκώθηκε και μαγεμένος κατευθύνθηκε προς το νερό. Ο ψίθυρος του ανέμου γινόταν πιο δυνατός και ο Στέργιος νόμισε πως άκουσε τη μητέρα του να τον φωνάζει. Ξαφνικά το αεράκι πήρε το βραχιόλι απ’ τα χέρια του και το παρέσυρε στη θάλασσα.«Όχι, είναι δικό μου!» φώναξε το παιδί και έτρεξε να το πιάσει βουτώντας στο νερό...

Λίγα λόγια για τους δημιουργούς


Η Ελίζα Μπακοπούλου Από τις εκδόσεις Τετράγωνο ήδη κυκλοφορεί το πρώτο της παραμύθι, με τίτλο ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΥΛΗΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΦΑΛΤΣΟΥ.

Ο εικονογράφος Βασίλης Γρίβας γεννήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1983. Σπούδασε σεφ και, με βοηθό τη φαντασία της, μαγειρεύει… ιστορίες για παιδιά και για μεγάλους. Η Ελίζα θέλει να μας μιλήσει για τα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα κι εύκολα ξεχνάμε την αξία τους, κυρίως όμως να αφιερώσει στα παιδιά παραμύθια γεμάτα με αγάπη, αλληγορίες και συμβολισμούς που θα τα συντροφεύουν σε όλη τους τη ζωή! γεννήθηκε στη Λαμία το 1967. Από πολύ μικρός ζωγράφιζε, με ιδιαίτερη αδυναμία στους τοίχους του σπιτιού του… Σπούδασε Ιστορία τέχνης στη Φλωρεντία της Ιταλίας.

Είναι μέλος του
Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, καθώς και της Καλλιτεχνικής Εταιρείας Εικονογράφησης Ελληνικού Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου «Ο Αίσωπος». Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως εικονογράφος και ζωγράφος. Συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις και πραγματοποίησε δύο ατομικές. Έχει εικονογραφήσει πάνω από 100 παιδικά βιβλία. Ο Βασίλης φιλοτέχνησε ήδη τις εικονογραφήσεις τεσσάρων παραμυθιών των εκδόσεων Τετράγωνο: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑΣ, ΤΑ ΞΩΤΙΚΟΠΑΠΟΥΤΣΑ και ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΚΟΛΥΜΠΗΣΕ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ!
__________________________________
Ελίζα Μπακοπούλου: "To αγόρι που κολύμπησε να φτάσει το φεγγάρι" - εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...