Μια αιωνιότητα, ή σχεδόν

«Από τα παιδικά της ακόμη χρόνια, κοιτάζοντας εκείνους τους μικροσκοπικούς κόκκους σκόνης να αιωρούνται στο φως των ψηλών παραθυριών του εξοχικού τους, την κυρίευε αυτός ο καημός και ήξερε πια πολύ καλά ότι το καλοκαίρι θα τέλειωνε. Θαρρείς και εκείνη η λεπτόκοκκη σκόνη ήταν η ένδειξη ότι είχαν αγγίξει πλέον την κορυφή, το σημείο που περιέκλειε εντός του όλες τις χαρές του καλοκαιριού, του εξοχικού σπιτιού και των αόριστων υποσχέσεων που της έδιναν τα αγόρια που γνώριζε στη θάλασσα κατά τις πρώτες συναντήσεις τους αποκαλυπτόταν πως εκείνα τα αιωρούμενα σωματίδια σκόνης που το φως άφηνε στο διάβα του ήταν άπιαστα, όπως και το παρελθόν. [...]

Στο δρόμο οι άνδρες είχαν πάψει να την κοιτάζουν. 'Οχι ότι υπήρξε ποτέ όμορφη, αλλά να, μια σχετική ποιότητα του
δέρματος της, μια σφιχτή και καλοσχηματισμένη και λίγο υπερβολική μάζα, που δύσκολα κλεινόταν στα ρούχα, είλκυε συχνά ματιές και σχόλια. Δεν συνέβη ξαφνικά, αλλά σταδιακά: πρώτα εξαφανίστηκαν τα βλέμματα στις πόλεις του Κέντρου και του Βορρά, κατόπιν τέλειωσαν εκείνα στις μεγάλες περιοχές των μητροπόλεων, και τώρα δεν την κοίταζαν ούτε καν στον Νότο. Από κορίτσι ένιωθε αμηχανία και δυσφορία, μερικές φορές μέχρι και φόβο για εκείνα τα βλέμματα. [...]

Όχι ότι αγαπούσε το παρελθόν καθεαυτό: αγαπούσε τον εαυτό της όπως ήταν πριν. Αγαπούσε την παιδική ηλικία, την εφηβεία, την ομοιογενή ποιότητα εκείνης της ολόιδιας επιδερμίδας, εκείνο το ομοιόμορφο χρώμα χωρίς ξαφνικές σκούρες κηλίδες από κεράτωση και ερυθριάσεις, εκείνο το σφριγηλό δέρμα που δεν μετέβαλλε τη συνοχή του από το ένα τμήμα στο άλλο, δίχως βαθουλώματα, οζίδια, φύματα και τραχύτητα. Αγαπούσε το δέρμα που είχε πριν από δέκα χρόνια, πριν από είκοσι χρόνια, πριν από τριάντα χρόνια, όλο και πιο πίσω, πάντα πιο πίσω, μέχρι που έφτανε σε εκείνα τα χέρια που με κάποιο θαυμαστό τρόπο είχαν παραμείνει τα ίδια για πάρα πολύ καιρό.

Τι είναι η εμπειρία του χρόνου; Πότε τελειώνει η νεότητα και πού αρχίζουν τα γηρατειά;

Αυτή που θέτει –και θέτει σε μας– αυτά τα ερωτήματα είναι μια Ιταλίδα άνω των σαράντα ετών, η οποία βλέπει σιγά σιγά τις ματιές των ανδρών να απομακρύνονται από αυτήν. Αναλογίζεται τότε τη νεότητά της, τόσο κοντινή, τόσο παρούσα και παρ' όλα αυτά χαμένη. Δεν τη στοχάζεται με νοσταλγία, αλλά με ένα φόβο και με μια οργή για το γεγονός ότι δεν θα ζει για πάντα.

Σε αυτή τη φιλοσοφική και στοχαστική πραγματεία, η Αντονέλλα Μοσκάτι προσεγγίζει τις διάφορες ηλικίες της ζωής με μια κατεξοχήν ναπολιτάνικη αμεσότητα. Προσπαθεί να εξωθήσει την αιωνιότητα από τον χρόνο που περνάει και αναρωτιέται γι' αυτή την «παράξενη ανακολουθία ανάμεσα σε ό,τι ακόμα πίστευε πως ήταν και σε αυτό που ήδη ήταν».


Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η Αντονέλλα Μοσκάτι γεννήθηκε το 1955 στη Νάπολη, όπου έζησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Σπούδασε φιλοσοφία στη Νάπολη και τη Φλορεντία. Έχει γράψει και μεταφράσει δοκίμια σύγχρονης φιλοσοφίας.

Το 2000 κυκλοφόρησε στη Γαλλία το πεζογράφημά της Verbali. Συνεργάζεται με τους εκδοτικούς οίκους Cronopio και Nottetempo. Μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στη Σιένα και το Παρίσι.

Το βιβλίο «Μια αιωνιότητα, ή σχεδόν» τιμήθηκε με το βραβείο Napoli 2006.
____________________________________________
Αντονέλλα Μοσκάτι (Αntonella Moscati): "Μια αιωνιότητα, ή σχεδόν" - μετάφραση: Παναγιώτης Τσιαμούρας

ISBN 978-960-325-860-5 - σελ. 96 - τιμή 9,50 Ευρώ - έκδοση Νοεμβρίου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...