[ γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας]
Ομολογώ πως, όταν πρωτοκράτησα στα χέρια μου το ογκώδες βιβλίο των Πέρυ και Πλεσάκοβ «Η φυγή των Ρομανόφ», ήμουν ήδη όμηρος μιας προκατάληψης (σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να συγκινήσει τον σύγχρονο Έλληνα αναγνώστη η αφήγηση των δεινών μιας αυτοκρατορικής οικογένειας που τόσο μισήθηκε από τους ίδιους τους υπηκόους της;) και μιας αυθαιρεσίας (είχα κατά νου μια αφήγηση σε μελοδραματικό τόνο, διάστικτη πιθανόν από αναμνήσεις μελών της αλλοτινής ρωσικής μπουρζουαζίας, της κυβερνώσας και ακατάδεκτης ελίτ περασμένων εποχών).
Ευτυχώς, η ευχάριστα ισοπεδωτική γραφίδα των δύο πολυδιαβασμένων επιστημόνων – συγγραφέων, μέχρι και την τελευταία σελίδα δεν άφησε περιθώρια για καχύποπτες σκέψεις και αμφιβολίες: το βιβλίο είναι εξαίρετο, ανθρώπινο, ακριβές, και η ανάγνωσή του ένα πραγματικό ταξίδι στις αιματοβαμμένες εκείνες δεκαετίες των δύο τελευταίων αιώνων, που συντάραξαν με τα αλλεπάλληλα γεγονότα τους την ιστορία της μεγαλύτερης εξω-ευρωπαϊκής δύναμης της εποχής –αλλά και την Ευρώπη, τον κόσμο θα έλεγα γενικότερα.
Αρχής γενομένης από το πράγματι φροντισμένο εξώφυλλο των εκδόσεων Ψυχογιός (όπου δεσπόζει η γνωστή οικογενειακή φωτογραφία των αυτοκρατόρων τσάρων και η καλαίσθητη ανάγλυφη γραφή σε κόκκινο χρώμα του ονόματος της πολυθρύλητης οικογένειας των Ρομανόφ), και καταλήγοντας σε μια αναλυτικότατη βιβλιογραφία και ένα πολύτιμο ευρετήριο, το βιβλίο διεκδικεί επάξια τον έπαινο και η εκδοτική προσπάθεια τα συγχαρητήριά μας.
Οι συγγραφείς του παρόντος πονήματος ασφαλώς δεν διεκδικούν ιστοριογραφικές δάφνες –παρ’ ότι η εκτεταμένη αναφορά σε ονόματα, γεγονότα και χρονολογίες, θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιολογήσει το αντίθετο. Η προσπάθειά τους να αποφύγουν τα στερεότυπα μοτίβα και τις φόρμες που χαρακτηρίζουν ένα καθαρά ιστορικό βιβλίο είναι διάχυτη σε όλο τους το κείμενο. Ωστόσο, σε κανένα σημείο ο ρους των γεγονότων και η αλληλουχία των δράσεων δεν «κρεμάει», ενώ παράλληλα η φροντίδα να ενταχθεί κάθε παράγραφος, κάθε σελίδα σε συγκεκριμένο χωροχρόνο αποτελεί την πιο ατράνταχτη απόδειξη ότι και ξέρουν και μπορούν να τιθασεύσουν τον όγκο των πληροφοριών και των γνώσεών τους –εν ολίγοις, το υλικό τους.
Η αφήγηση αρχίζει με την δολοφονία (τον Μάρτιο του 1881) του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ και την κληρονομικώ δικαίω ενθρόνιση του γιου του, μέχρι τότε μεγάλου δούκα Αλέξανδρου Αλεξάνδροβιτς, ο οποίος θα βασιλέψει ως Τσάρος Πασών των Ρωσιών Αλέξανδρος Γ΄. Τραγική ειρωνεία: Η εμμονή του δολοφονηθέντος για μεταρρυθμίσεις σε διοικητικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο (κάποιες από τις οποίες, αν και καθυστερημένες, πράγματι κατάφεραν να ανακουφίσουν προσωρινά κάποιο σημαντικό ποσοστό του εξαθλιωμένου –αγροτικού κυρίως- ρωσικού πληθυσμού) τελικά εκλήφθηκε ως «αδυναμία» ενός μονάρχη να πατάξει την αντίδραση που προερχόταν από ριζοσπαστικά στοιχεία διάσπαρτα σε όλη την επικράτεια, και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αντίθετα, ο διάδοχος του θρόνου, ο οποίος δεν ενστερνιζόταν τούτες τις ρηξικέλευθες αλλαγές στον κοινωνικο-πολιτικό χάρτη της αυτοκρατορίας και απέδιδε στην άνοδο του φιλελευθερισμού την ολοένα αυξανόμενη τρομοκρατία, ακύρωσε την πολιτική διαθήκη του πατέρα του.
Αλλά ήταν κυρίως η απειρία του τελευταίου τσάρου, Νικολάου Β΄ του «αιματοβαμμένου», να διαχειριστεί επιτυχώς τις πρώτες νίκες των στρατευμάτων του σ’ έναν πόλεμο όπου «ξοδευόταν» ανούσια τόσο φρέσκο ρωσικό αίμα (1914 – 1917), σε συνδυασμό βεβαίως με την αναποφασιστικότητα και την αδιαφορία του προς τις κρατικές υποθέσεις, που οδήγησαν στον αφανισμό του αυτοκρατορικού οίκου των Ρομανόφ. Ο «Κόκκινος Οκτώβρης» του 1917 σάρωσε την αχανή χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, γκρεμίζοντας συθέμελα το τσαρικό καθεστώς (και μαζί με αυτό όλον εκείνο τον κοσμοπολίτικο κόσμο της Αγίας Πετρούπολης) προκειμένου να ανακουφιστεί ο λαός και να χορτάσει «ψωμί, ελευθερία και δικαιοσύνη».
Πρόκειται, λοιπόν, για την εξιστόρηση μιας πτώσης. Όλα περιστρέφονται γύρω και πάνω από την Μεγάλη Οικογένεια, τις πολυδαίδαλες συχνά σχέσεις των μελών της μεταξύ τους, τους δεσμούς αίματος με τις υπόλοιπες δυναστείες των Μοναρχιών της Ευρώπης, τις συνήθειές τους, τις αντιλήψεις τους, τα οράματα και –προπαντός- τις αδυναμίες τους. Δεν χωρεί αμφιβολία πως ακόμη και οι βασιλείς, οι ίδιοι αυτοί οι «παντοκράτορες» οι περιβεβλημένοι με την αχλή μιας «εκούσιας αθανασίας» και επιφορτισμένοι με μια δήθεν «θεια αποστολή», δεν ήταν παρά κοινοί άνθρωποι που τελικά λατρεύτηκαν σαν επίγειοι θεοί και μισήθηκαν σαν ουράνιοι δαίμονες! Ο πλούτος, η πολιτική ισχύς, η αίγλη και ο μυστηριακός χαρακτήρας του απρόσιτου –όλα ανατρέπονται και υποχωρούν μπροστά στην καθοδηγούμενη λαϊκή οργή εξαιτίας της πείνας και της ανέχειας. Οι Ρομανόφ, αποστασιοποιημένοι από τα δεινά του λαού τους, καθαγιασμένοι από την επίσημη εκκλησία, για δεκαετίες ολόκληρες ζουν στην απομόνωση της Αυλής, παραδομένοι στο ανούσιο τυπολατρικό της και τις ευφάνταστες, τρυφηλές απολαύσεις. Σε κάθε γωνιά της αχανούς επικράτειας έχουν κι ένα παλάτι. Ταξιδεύουν με άνεση στην Ευρώπη, καλλιεργούν το πνεύμα τους, αυξάνουν τις γνώσεις τους, μα επιμένουν να έχουν «μικρή καρδιά».
Έτσι, επηρμένοι από μεγαλοσχήμονα όνειρα και φιλοδοξίες, απροβλημάτιστοι και περιβαλλόμενοι από τον πλούτο και την χλιδή, πέφτουν οι ίδιοι θύματα της έπαρσης και της αδιαφορίας που συνεπάγεται η «πορφύρα». Κι όταν οι μπαγιονέτες των Μπολσεβίκων στρέφονται εναντίον τους, κάποιοι από αυτούς δεν έχουν τύχη. Πληρώνουν με την ζωή τους το τίμημα του ζην μέσα στον γυάλινο, εξωπραγματικό κόσμο της πολυτέλειας και της εγκληματικής προς τον ασθμαίνοντα λαό αδιαφορίας. Ο ίδιος ο τσάρος Νικόλαος Β΄, η «αγέλαστη» σύζυγός του Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα Ρομάνοβα, που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει συμπαθής στους υπηκόους της, και τα τέσσερα παιδιά τους -οι πριγκίπισσες Όλγα, Τατιάνα, Μαρίνα και Αναστασία- δολοφονούνται από τους Μπολσεβίκους. (Ο τσάρεβιτς Αλεξέι δεν θα ζήσει για να δοκιμάσει το μένος της επανάστασης των Μπολσεβίκων: πεθαίνει στις 17 Ιουλίου 1917 αιμορροφιλικός.) Ανάλογη τύχη αναμένει και κάποιους μεγάλους δούκες, κοντινούς ή μακρινούς συγγενείς των αυτοκρατόρων -πρόσωπα άλλοτε «ιερά», που τώρα θυσιάζονται στον βωμό της επανάστασης. Ακολουθούν πάμπολλοι υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι του τσαρικού καθεστώτος. Ο θάνατος δεν αναγνωρίζει αριστοκράτες και πένητες, γαλαζοαίματους και μουζίκους...
Αρκετοί κατάφεραν να διαφύγουν τον θάνατο, προσπαθώντας να ορθοποδήσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Κάποιοι τρέφουν ζωντανή την ελπίδα της παλινόρθωσης. Προσπαθούν τυχοδιωκτικά να διεκδικήσουν τον τίτλο του διαδόχου σ’ έναν ουσιαστικά ανύπαρκτο θρόνο, κι άλλοι μάχονται για την ηγεσία του κινήματος των Λευκών Ρώσων, ονειρεύονται την κατατρόπωση των Μπολσεβίκων (από ποιους άραγε;) και «συνωμοτούν». Ανίκανοι να διαισθανθούν τις αλλαγές στην ρότα της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, στερημένοι όλων εκείνων των ενστίκτων που στην διπλωματία χαρακτηρίζονται ως δεξιότητες, πολλοί Ρομανόφ εγκαταλείπονται στην τύχη τους –την οικονομική εξαθλίωση και την παρακμή του οίκου τους. Μοναδική εξαίρεση, οι γεμάτες αυτοπεποίθηση και δυναμισμό γυναίκες τους.
Αλλά, τι θα μπορούσε να κάνει ένας έκπτωτος μέγας δούκας, εξόριστος σε μια Ευρώπη του Μεσοπολέμου, ή μια Μεγάλη Δούκισσα, όταν ακόμη και οι εξ αίματος συγγενείς τους –μονάρχες και οι ίδιοι στις χώρες τους- γυρνούσαν την πλάτη σε αυτούς, που μέχρι πρότινος εκπροσωπούσαν την απόλυτη δύναμη και την χλιδή ενός κόσμου κλειστού και μυστηριώδους, όσο και ανάλγητου προς τους υπηκόους και τους οικονομικά ασθενείς; Οι συγγενείς των αυτοκρατόρων Ρομανόφ, προεπαναστατικά, εξασφάλιζαν τα εισοδήματά τους από την εκμετάλλευση τεραστίων εκτάσεων γης, τα τοκομερίδια των μετοχών, τους τόκους των καταθέσεών τους σε τράπεζες και αυτούς των κρατικών χρεογράφων τους. Ακόμη, για κάθε έναν ξεχωριστά και ανάλογα με τον βαθμό συγγενείας του προς την αυτοκρατορική οικογένεια, προβλεπόταν από ένα ειδικό ταμείο (Udely) μια επιχορήγηση. Όταν όλα αυτά απωλέσθησαν, οι εξόριστοι Ρομανόφ βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα «ξένο», «εχθρικό» κόσμο, που ασφαλώς δεν ενδιαφερόταν για τις δεξιότητές τους στην διεξαγωγή παρελάσεων, τις γνώσεις τους στην αξιολόγηση διαμαντιών και την ικανότητα στην ξιφασκία ή την ιππασία. Οι κυρίες τους αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα πολύτιμα κοσμήματά τους, που με ιδιαίτερη μαεστρία μπόρεσαν να περισώσουν κατά την φυγή τους από την πατρίδα, ώσπου εν τέλει, όταν κι αυτές οι οικονομίες τους εξανεμίστηκαν, αναγκάστηκαν να έρθουν σε επαφή με τον χώρο της εργασίας. Οι πιο ταλαντούχες, ασχολήθηκαν με την μόδα και το εμπόριο. Και δεν τα πήγαν άσχημα...
Η αφήγηση των Πέρυ και Πλεσάκοβ χαρακτηρίζεται από μια ισόρροπη ωριμότητα: χωρίς να αφήνει στον αναγνώστη περιθώρια για περιττούς (παράλογους, ίσως και άκαιρους) συναισθηματισμούς, περιγράφει την «πορεία» των μελών του αυτοκρατορικού οίκου της άλλοτε παντοδύναμης Ρωσίας σε μια Ευρώπη, όπου η διπλωματία και η πολιτική σκοπιμότητα έχουν παρεισφρήσει ακόμη και στις Αυλές των πολυτελών παλατιών της εκμηδενίζοντας τους δεσμούς αίματος μεταξύ των μοναρχών και των δυναστειών, αλλά και πολύ αργότερα, έως σχεδόν τις μέρες μας, όπου η κυκλοφορία ενός Ρομανόφ «ανάμεσά μας» φαντάζει σαν ακατανόητος αναχρονισμός και παραφωνία. Χωρίς δραματικό ύφος, απλά, σχεδόν αποστασιοποιημένα, η γραφίδα τους διαπνέεται από την ορμή και την μεστότητα του «γραφιά» που καλά κατέχει και ελέγχει το «ιστορικό και πληροφοριακό υλικό του», και συνάμα καταφέρνει να προσεγγίσει τα βιογραφικά στοιχεία των μελών της μεγάλης και πολυθρύλητης οικογένειας των Ρομανόφ με απαράμιλλη ευαισθησία και διακριτικότητα, άλλοτε αγγίζοντας με σεβασμό τις ανθρώπινες στιγμές τους, κι άλλοτε πάλι με το έντονα καυστικό «ύφος του Ιαβέρη» που δεν συγχωρεί.
Ένα υπέροχο βιβλίο, μοναδικό ανάμεσα σε αυτά που αρέσκομαι να εντάσσω στα... χειμερινά αναγνώσματα, με πλούσιο και -κυρίως- ανέκδοτο μέχρι σήμερα φωτογραφικό υλικό, μεστή και ολοκληρωμένη μετάφραση από την αγγλική, υπόσχεται να σας κρατήσει μοναδικά ευχάριστη συντροφιά τις κρύες νύχτες!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου