«Τρέχει το Κυπριακό πάνω σ’ έναν ταινιόδρομο γυμναστηρίου. Ασθμαίνει ο δρομέας, ιδρώνει, γράφει το κοντέρ χιλιόμετρα, αλλά ο δρομέας βρίσκεται πάντα στην ίδια ακριβώς θέση, ούτε πόντο πιο μπροστά.»
Το ιστορικό μιας συνάντησης βετεράνων Ελλαδιτών, μελών ενός σωματείου αγωνιστών της Κύπρου κατά την εποχή του «Αττίλα», που λαμβάνει χώρα 30 χρόνια μετά από τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής, στην αυγουστιάτικη Λευκωσία, στην μαρτυρική Κύπρο, ακριβώς εκεί όπου όλα συνέβησαν -αυτά που κατέγραψε η επίσημη Ιστορία, κι αυτά που βαθιά έθαψαν στην ψυχή τους οι «αιώνιοι αντίπαλοι».
Με τα λευκά καπελάκια τους, χείλη στεγνά, διψασμένα για μια παγωμένη μπίρα, και μάτι άλλοτε καρφωμένο στις Ρωσιδούλες του ξενοδοχείου, που ανέμελα βουτούν το αγαλματένιο κορμί τους στα νερά της πισίνας, κι άλλοτε δακρυσμένο και μετέωρο από την αχλή των αναμνήσεων, οι μεσήλικες πλέον παλαίμαχοι περιφέρονται σαν αποχαυνωμένοι τουρίστες, απρόθυμοι να ξεθάψουν τα περασμένα. Καταστάσεις ευτράπελες, στιγμιαίες συγκυρίες κι αλόγιστες αφορμές τελικά πείθουν κάποιους ν’ αρχίσουν ν’ αδειάζουν την ψυχή τους, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του προέδρου τους. Το μόνο που ζητούν τούτοι οι ήρωες είναι δυο αράδες στην σχολική Ιστορία αφιερωμένες σε αυτούς.
Ο καθένας βλέπει το παρελθόν με τα δικά του μάτια. Το βίωμα ακούσια αναμοχλεύει τον ψυχισμό και καταλήγει σε φαντασίωση: πραγματικότητα είναι αυτό που ζήσαμε ή αυτό που νιώσαμε όταν ο χρόνος μάς πήρε μακριά; Αυτό μοιάζει να αναρωτιούνται οι παλαίμαχοι ελδυκάριοι, με το ένα πόδι χωμένο στην Ιστορία και το άλλο στο περιθώριο της μνήμης της, εξαιτίας της επίμονης στάσης της Πολιτείας να τους αγνοεί.
Σήμερα, που όλα ερμηνεύονται και προσμετρώνται με το μισοάδειο – μισογεμάτο καλάθι του σούπερ μάρκετ, σήμερα, που δεν είναι λίγοι αυτοί που περνούν στα κατεχόμενα ««για να ψωνίσουν φτηνά προϊόντα και να παίξουν στο καζίνο, με αβαντάζ την πανίσχυρη λίρα»», όλα όσα στιγμάτισαν την ζωή των βετεράνων επισκεπτών –το αίμα, η απανθρωπιά, η τιμή, ο εφιάλτης, ο πόνος και ο τρόμος- αποτελούν έναν γραφικό, επικίνδυνον ίσως, αναχρονισμό.
«Τα χρόνια περνάνε αθόρυβα αποπάνω μας σαν πεταλούδες και μας αφήνουν μόνο τη σκόνη των φτερών τους.»
Η πατρίδα διαθέτει μνήμη επιλεκτική, ο άνθρωπος ακολουθεί την αφανιστική ρότα της λήθης, τίποτα δεν φαίνεται πια ικανό να σταθεί εμπόδιο στην ισοπεδωτική αλλοτρίωση και η αλήθεια του καθενός δεν ενδιαφέρει κανέναν. Σ’ εκείνες τις παραλίες της απόβασης των τουρκικών στρατευμάτων, σήμερα βλέπει κανείς ξαπλώστρες με γυμνόστηθες Βορειοευρωπαίες τουρίστριες –και είναι αυτή «μια άλλη απόβαση, εκ των έσω, προς την παραλία, πιο επικίνδυνη αυτή από την άλλη του ’74, διότι ο εχθρός ευκολότερα βγαίνει από τα πολυβολεία παρά από τις ξαπλώστρες».
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια του Βασίλη Γκουρογιάννη, που με αυτό το νηφάλια χειμαρρώδες κείμενο καταφέρνει να συνταράξει τον αναγνώστη. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες καθηλώνεσαι, κατ’ απαίτηση ενός ατιθάσευτου συγγραφικού ταλέντου που καταφέρνει να συνδυάσει την δραματική πλοκή με την ανώδυνη αφήγηση. Λόγος μεστός, ισορροπημένος, το γραπτό του κου Γκουρογιάννη συγκινεί, εξάπτει, κι ακόμη... εξανθρωπίζει!
Μέσα από τις σελίδες του αναδύεται –μεταξύ άλλων- και το μήνυμα για τον άνθρωπο που αρνείται, γι’ αυτόν που τολμά:
«...οι πόρτες της ζωής λειτουργούν με φωτοκύτταρα. Αν βαδίζεις αποφασιστικά καταπάνω τους, ανοίγουν. Αν μια στιγμή διστάσεις και φοβηθείς ότι μπορεί και να μην ανοίξουν, ότι ενδεχομένως θα σκοντάψεις πάνω τους κι ένας καταρράκτης κοφτερών γυαλιών θα πέσει στο κεφάλι σου, τότε παραμένουν κλειστές.»
Τελικά, την τελευταία μέρα του συνεδρίου, πραγματοποιείται επίσκεψη στα Κατεχόμενα, όπου ο πρόεδρος επιφυλάσσει σε όλους μια έκπληξη: οι Ελλαδίτες πολεμιστές, χωρίς να το γνωρίζουν εκ των προτέρων, συναντώνται με τους παλαίμαχους της άλλης πλευράς. Κι ανακαλύπτουν την παραμελημένη αλλά συνάμα κατευναστική αλήθεια: αυτοί που τότε τους πολέμησαν είναι σήμερα ίδιοι με αυτούς –νικητές και ηττημένοι ίδιοι κι απαράλλαχτοι, προς επίρρωση του ότι όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη μας το ίδιο πονούν, το ίδιο γεράζουν, το ίδιο μετανιώνουν... Όπως στον έρωτα: «...κανείς θνητός δεν εξιχνιάζει χορταστικά το αντίθετο φύλλο, όσα κορμιά κι αν γνωρίσει. Υπάρχει μια θεϊκή ασάφεια, μια θεϊκή ακτινοβολία. Γεράζει ο άνθρωπος και εντέλει πορεύεται στον θάνατο παρθένος». Ο πανδαμάτωρ χρόνος, ωστόσο, ενέχει την σοφία του θανάτου: μαθαίνει στον άνθρωπο να συγχωρεί.
«Ο θάνατος κάνει άριστα την δουλειά του. Ό,τι και να σκεφτούν οι ανόητοι, αλλά και οι σοφοί, και ό,τι και να γράψουν γι’ αυτόν, τους αντιμετωπίζει όλους με την εγκαρδιότητα και την κατανόηση του μεγάλου διδασκάλου όταν διορθώνει τις εκθεσούλες των μικρών μαθητών. Τους χαϊδεύει τρυφερά τα κεφαλάκια και λέει: “Παιδί μου, ελεύθερα. Γράψε ό,τι θέλεις για μένα...” Έτσι κι αλλιώς εκτός θέματος είσαι...»
Τα εύσημά μου και για τις εκδόσεις Μεταίχμιο, που μπορούν και έχουν στις λίστες τους τόσο αξιόλογα βιβλία -κάτι, στο οποίο μας έχουν πια συνηθίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου