[γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας]
Ζώντας και η ίδια εντός των "τειχών", η Μαίρη Κόντζογλου διερωτάται για την τύχη των ανθρώπων και των έργων. Αυτών των έργων που άλλους τους αναδεύουν στον αφρό της ευτυχίας κι άλλους τους καταποντίζουν στα δυστυχή σκότη.
Είναι σαν να σε παίρνει απ' το χέρι ο Καλβίνο, μια "νύχτα του χειμώνα", και σου δείχνει πώς από "άγαλμα" μπορείς κι εσύ να μετουσιωθείς σε "ταξιδιώτη" της ζωής, σε "σφουγγάρι" ικανό να συγκρατήσει μέσα του όλες τις πικρές στιγμές και, πιέζοντάς το, να ελευθερώσει την γλύκα, την σοφία και τον κορεσμό κάποιου που δεν πέρασε απαρατήρητος από τα σαγόνια της!
Ευφάνταστη, τρυφερή και ευαίσθητη, η συγγραφέας στρέφει τα βέλη της στον αιώνια αστικό εχθρό: Την μοναξιά. Καμμία πλάνη, καμμία προσπάθεια εξευγενισμού του τέρατος που κατατρώγει την ψυχή των ανθρώπων της μεγαλούπολης. Η ζωή σχεδόν πάντα είναι τραχιά και σκληρή, τα όνειρά μας γρήγορα προσγειώνονται ανώμαλα πάνω στον καθημερινό κάματο, την απογοήτευση, την αδηφάγα ορμή μας, τους απάνθρωπους συνανθρώπους μας! Κι αυτοί, στο μοναδικό βιβλιοπωλείο που... διανυκτερεύει (!), γίνονται εμείς, αμέσως μόλις καθίσουν στον καναπέ των αποκαλύψεων και των στεναγμών, βυθισμένοι στην μαλακή επιφάνεια, περιτριγυρισμένοι από εκατοντάδες βιβλία που έχουν να πουν...
Η αφήγηση κατακερματίζεται σε ιστορίες ξεχωριστές, που όλες, ωστόσο, συσχετίζονται με το κέντρο της αποκαθήλωσης του πόνου: Η κεντρική ηρωίδα μας, η Θεολογία, αναλαμβάνει -ακούσια ή εκούσια- τον ρόλο του εθελοντή "δέκτη" όσων οι συμπολίτες της, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, εναποθέτουν στις ισχνές πλάτες της: Το άχθος των βιωμάτων τους. Στο περίγραμμα, απόμακρος μα εξίσου τρυφερός και πνευματώδης, ο παράξενος ιδιοκτήτης του διανυκτερεύοντος βιβλιοπωλείου, ο φιλόθυμος και ανατρεπτικός Λεωνίδας, φυλάει τις δικές του "Θερμοπύλες", πάντα διψώντας για γνώση, ιδεολόγος, έτοιμος να εκραγεί και ν' αγαπήσει. Τολμά να ονειρευτεί, δεν τολμά να διεκδικήσει. Πιστεύει, ίσως, σε μια αγγελική παγκοσμιότητα των αισθημάτων, στην αλάθητη -πλην επίγεια- κληρονομιά των ανθρώπων που μπορούν να αισθάνονται με την λογική και να νοιώθουν με το πνεύμα! Διστάζει μπροστά στο προφανές:Το κορίτσι θα μπορούσε να κατακτηθεί -μα ο ίδιος κατανοεί την σκληράδα και αποσύρεται. Αφήνει τα πράγματα να κυλούν. Με ή χωρίς αυτόν. Δεν υιοθετεί τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή. Δεν το επιθυμεί. Η ζωή από μόνη της είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, κι αυτός, κομπάρσος σε ρόλο ευτράπελο, πνίγεται μέσα στα πλοκάμια του έρωτα, ακριβώς όπως η μικρή μούσα του.
Και μέχρι να ξημερώσει και να εμφανιστεί ο βασιλιάς ήλιος που θ' αποδιώξει το πούσι που καταπλακώνει την πόλη, μια σειρά ηρώων της ζωής και της πλάνης παρελαύνει απ' το βιβλιοπωλείο με σκοπό ν' καθαγιάσει τα εσώψυχά του, να ελαφρυνθεί από το βάρος που κουβαλά στους ώμους, να εξομολογηθεί και να λυτρωθεί. Κανείς τους δεν γνωρίζει πως το κορίτσι που τους χαρίζει τ' αυτιά και την ψυχή του είναι το ίδιο εύθραυστο, το ίδιο ευάλωτο με αυτούς τους ίδιους.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας, πάλι, είναι κάτι που μου άρεσε. Μοντέρνα, χωρίς παροξυσμούς, απάλαφρη, με όλο το βάρος και το βάθος μιας ώριμης σκέψης, γλαφυρή, περιοδική, ποτέ ακραία, ποτέ φραστικά άστοχη. Η Μαίρη Κόντζογλου δεν γράφει, σκιαγραφεί. Και το σκίτσο είναι τόσο περιεκτικό και δυνατό, που νομίζεις ότι χαράζει το χαρτί με σουγιά!
Ένα υπέροχο βιβλίο έμπνευσης, που θα μπορούσε να σε κρατήσει ξύπνιο όλη την νύχτα, να σε κάνει να νοιώσεις την υγρασία της καταχνιάς στην βορειοελλαδίτικη πόλη, να παλέψεις με την αγωνία των ηρώων του και να ιδρώσεις από τον πόνο τους, μέχρι ν' ανατείλει το πρώτο φως. Αυτό το φως που θάλπει τις μικρές μας στιγμές, που τις στιλβώνει για να μοιάζουν με μικρά, μοναδικά, αξεπέραστα διαμαντάκια...
Διαβάστε επίσης: Χίλιες ζωές απόψε
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου