[γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας]
Έχοντας και ο ίδιος πέσει θύμα μιας (ίσως) πηγαίας ανάγκης να ανατρέξει στις πηγές της σύγχρονης (;) αυτοκαταστροφικής διάθεσης κάποιων ορεσίβιων συμπατριωτών του, ο "ανάλαφρος" στην γραφή αλλά και στην "πλοκή" Τηλέμαχος Κώτσιας μας παρέδωσε ένα ανάγνωσμα που προφανώς καθυστέρησε τουλάχιστον δύο δεκαετίες: Το Κώδικας τιμής, από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Καθυστέρηση, βέβαια, υπό την προϋπόθεση της "αναγκαιότητας" να καλυφθούν μερικά ερωτήματα από την πλευρά του ελληνικού αναγνωστικού κοινού -αν πράγματι αυτά υπήρξαν κάποτε...
Ωστόσο, ο ίδιος δεν φιλοδοξεί να δελεάσει το αναγνωστικό του κοινό με την υπόσχεση κορεσμού εκείνης της "δίψας" που θα συναντούσε κανείς σε μυθιστορήματα που αυτόκλητα κι εντελώς αυθαίρετα πασχίζουν να επιφέρουν μια κάθετη τομή στην συνείδηση -είτε διά της τέρψης είτε διά του διαδραστικού σασπένς. Και η ευχάριστη έκπληξη σαφώς είναι ότι το δημιούργημά του, αν και συχνά κινδυνεύει, τελικά όχι μόνον δεν ξεπέφτει στην κατηγορία τού... επιεικώς αδιάφορου, αλλ' αντιθέτως τέρπει τον αναγνώστη μ' έναν σαφή και "δροσερό" τρόπο, αναδεικνύοντας ακριβώς αυτήν την τέχνη της απλότητας.
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας δεν μπορεί να ενταχθεί στους λεγόμενους "ελλειπτικούς" συγγραφείς. Δεν περιγράφει απλώς μια οικογενειακή σάγκα ή, έστω, μια κοινωνική διαδρομή των ανθρώπων της πατρίδας του. Με απλές και λιτές γραμμές, διαλόγους σύντομους και πέρα έως πέρα "κινηματογραφικούς", σχήματα απλά μα επ' ουδενί απλοϊκά, ο εν λόγω συγγραφέας καταφέρνει να χαρίσει στα ελληνικά γράμματα μια από τις πιο δροσερές αναγνώσεις των τελευταίων ετών, εξαντλώντας το ταλέντο του πάνω στον κεντρικό ήρωα -που, παρεμπιπτόντως, δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις, αφού το κέντρο βάρους άλλοτε πέφτει στις πλάτες του νεαρού Αλβανού που κρύβεται φοβούμενος την εκδίκηση (βεντέτα) κι άλλοτε στις πλάτες της Ελληνίδας που τον "φιλοξενεί" υποδυόμενη την μητέρα, την αδελφή, την ερωμένη, την σύζυγο, φοβούμενη με την σειρά της μια άλλη εκδίκηση -αυτή του "κλέφτη" χρόνου...
Η γυναίκα παίρνει κυριολεκτικά από το χέρι τον νεαρό και του μαθαίνει τα μυστικά του κόσμου της μεγαλούπολης, την μοντέρνα ηθική της, την σύγχρονη τεχνολογία. Αυτός, επιρρεπής αλλά όχι έκθαμβος, ανακαλύπτει σε όλα αυτά έναν κόσμο πρωτόγνωρο, αλλά η φύση του τον προδίδει. Εμμένει στα ένστικτα του φύλου του, στην ανακάλυψη του άνδρα προτού ολοκληρωθεί η ανακάλυψη του έρωτα και όλων όσων έπονται με την μορφή των δεινών. Δεν καταφέρνει να δοκιμάσει τον "πόνο της γυναίκας", παραμένει πεισματικά προσγειωμένος, γνωρίζει την θέση του και τον ρόλο του, αποδεικνύεται βαθιά ρεαλιστής. Στο τέλος, επικρατεί η ελαφρότητα της ηλικίας του, χαλαρώνει (ή παραδίδεται), παραμερίζει όλες τις προφυλάξεις και αφήνεται -σχεδόν καρμικά- στο πεπρωμένο του: Τον χαμό του!
Οι περιγραφές σε καμία περίπτωση δεν κουράζουν τον αναγνώστη, απεναντίας πιστεύω ότι του προκαλούν τεχνηέντως μια αίσθηση... στερητικού συνδρόμου, αφού δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο συγγραφεάς σταματάει εκεί που θα ήθελα ν' αρχίζει! Κι επειδή ακριβώς η πένα του αθόρυβα και διακριτικά "γλιστράει στο χαρτί" με περισσή ευλυγισία και "χάρη", αποφεύγοντας την παγίδα της υπερβολής (αλλά όχι πάντα αυτή της επανάληψης), θεωρώ ότι τούτο λαμβάνει χώρα συνειδητά: Προφανώς ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να ταράξει την "αστική ακαμψία" του νεο-Έλληνα αναγνώστη επιμένοντας σε ιστορίες και χρονικά μιας άλλης, όχι τόσο ξένης μα οπωσδήποτε πεπερασμένης, εποχής, κατάλοιπα της οποίας μπορεί να διατρέχουν τις σημερινές μικρο-κοινωνίες των Αλβανών (και όχι μόνον) αλλά δεν επηρεάζουν την ξέφρενη πορεία προς ισοπέδωση κάθε διαφορετικότητας -έστω και με την επίφαση του παραδοσιακά επιβαλλόμενου ή έστω ανεκτού.
Ο συγγραφέας γνωρίζει πως το κοινωνικό φαινόμενο της βεντέτας βρίσκεται στην δύση του. Ίσως γι' αυτό αρέσκεται σε περιγραφικές του παρελθόντος αναφορές, και κρατά για το παρόν μονάχα τους φόβους, την εμμονή και το λυτρωτικό "πέρας" όλων αυτών -σαφώς διά της εκτέλεσης. Αλλά δεν προσδίδει "φόρτο" τραγικότητας σε πρόσωπα και καταστάσεις, μάλλον γιατί γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο θα φάνταζε ξένο προς την ταχύτητα (αλλά και την ελαφρότητα) που χαρακτηρίζει τις σημερινές ηθικά και ψυχολογικά "αβαθείς" κοινωνίες.
Έτσι, μέσα από ένα φοντί ανσάμπλ φιλτράρει την δολοφονία του Ζεφ, ώστε το γεγονός αυτό καθ' εαυτό να μην αποσπά την προσοχή μας, να μην συγκεντρώνει πάνω του τα "φώτα" της ψυχικής μας συντριβής (ουσιαστικά ο αναγνώστης σε καμία περίπτωση δεν βιώνει καμία συντριβή), και ταυτόχρονα να μην γευόμαστε ούτε την ικανοποίηση της ολοκλήρωσης της εκδίκησης που υποτίθεται συνοδεύει το αίμα συνεπεία μιας βεντέτας.
Ίσως γιατί ο Τηλέμαχος Κώτσιας καλά γνωρίζει ότι τα δύσκολα είναι γι' αυτούς που μένουν πίσω, τους ζωντανούς - νεκρούς των μεγαλουπόλεων, με τα ευνουχισμένα όνειρα και τις φτωχές αναμνήσεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου