"Όλα ρέπουν προς την αταξία, το χάος"

[συνέντευξη στον Πάνο Γιαννάκαινα]

Τη Μαίρη Μανδάλη τη γνωρίσαμε τον Νοέμβριο του 2009, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο «Αλήθειες κρυμμένες, σημάδια ανεξίτηλα». Και λέω «γνωρίσαμε», γιατί έναν συγγραφέα σαφώς τον γνωρίζεις καλύτερα μέσα από τις σελίδες του.

Βεβαίως, η κ. Μανδάλη παρουσίασε εκείνο το πρωτόλειο έργο της με όλη τη σεμνότητα και την επιφύλαξη που (θα πρέπει να) χαρακτηρίζουν την παρθενική εμφάνιση ενός συγγραφέα, όμως κατάφερε ευθύς αμέσως να κερδίσει τις καρδιές των αναγνωστών και να λειάνει τις «αιχμές» των αυστηρών κριτικών.

Τώρα η συγγραφέας επανέρχεται με ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο, το «Λιακάδες και θύελλες», και ετοιμάζει ήδη το τρίτο της, πάντα με την ίδια δίψα και την ακάματη επιμονή που τη χαρακτηρίζουν. Μας μιλάει για το πώς συλλαμβάνει τα θέματά της, πώς γονιμοποιεί μέσα της την αρχική ιδέα, από πού αντλεί το πρωταρχικό υλικό για τα μυθιστορήματά της και ποια μεθοδολογία εφαρμόζει προκειμένου να μεταφέρει στο χαρτί τον «χείμαρρο» που κατακλύζει τη σκέψη της. Κι ακόμη, η συγγραφέας ξετυλίγει την καθημερινότητά της, τον τρόπο ζωής και τους στόχους της.

Ποιος διαβάζει σήμερα;

Η εποχή μας «μιλάει» σε μεγάλο βαθμό με εικόνες και ηχητικά σημαινόμενα. Επίσης, στην πλειονότητά τους οι νέοι σήμερα χρησιμοποιούν τους συμβολισμούς. Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας και κατ’ επέκταση της επιδερμικότητας και του fast feeling – fast thinking. H ανάγνωση απαιτεί θυσίες: χρόνο, αντοχή, συγκέντρωση. Οι ρυθμοί είναι τόσο εξαντλητικοί, η καθημερινότητα τόσο ασφυκτική, που η ανάγνωση ενός βιβλίου καταντά πολυτέλεια για λίγους. Παλαιότερα εκλάμβανα όλη αυτή την παρατεταμένη αποχή ως αδιαφορία και θύμωνα με τους ανθρώπους. Εδώ και καιρό αρχίζω να κατανοώ την κόπωση των εργαζομένων. Είμαι κι εγώ ένας σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος. Και ταυτόχρονα θύμα της ταχύτητας των ημερών μας! Ρωτάτε ποιος (πλέον) διαβάζει; Μα, αυτός που αντέχει να αντιστέκεται, φαντάζομαι… Ο ονειροπόλος; Ο ανένδοτος άνθρωπος του μόχθου και της βιοπάλης; Σπάνιο θα μου πεις -και θα συμφωνήσω. Απ’ την άλλη, ο συγγραφέας δεν μπορεί να αναζητήσει τον αναγνώστη του μέσα στο αδιάφορο πλήθος. Δεν υπάρχει Ιντερπόλ κατά της αδιαφορίας προς τη Λογοτεχνία! Ούτε η «αναγνωσιά» αναγνωρίζεται ως ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά! Το να μη διαβάζουμε είναι ένα έγκλημα κατά του εαυτού μας, που θα το πληρώσουμε μέσα από τις επόμενες γενιές.

Μπορούν τα βιβλία, η καλλιέργεια, η κουλτούρα γενικότερα να μας υποσχεθούν έναν καλύτερο κόσμο;

Δεν νομίζω. Είναι πλέον αργά. Χιλιάδες σελίδες από χέρια και πνεύματα
πραγματικά προικισμένα δεν τα κατάφεραν… Να τα καταφέρουμε εμείς οι νεότεροι; Α, δεν πιστεύω στα θαύματα! Πιστεύω πως η έφεση προς το καλό και το ευγενές είναι καταγεγραμμένη στο DNA των ανθρώπων, αλλά υφίσταται και ο νόμος της εντροπίας. Ολα ρέπουν προς την αταξία, το χάος. Η ίδια μας η ψυχή πλέον διέπεται από τους νόμους του χάους! Και δεν έχουμε εισιτήριο μετ’ επιστροφής!

Από πού αντλεί τα θέματά του ένας σύγχρονος συγγραφέας;

Λατρεύω το παρελθόν. Θα έχετε παρατηρήσει ότι τα βιβλία μου στρέφονται γύρω από αυτόν τον άξονα. Μου είναι αδύνατον να γράψω κάτι σύγχρονο. Πιστεύω ότι η αύρα του περασμένου χρόνου, αυτή η ανεπανόρθωτη απώλεια του ιστορικού χρόνου είναι που εξωραΐζει πρόσωπα και καταστάσεις και τα επενδύει με μια γλυκιά αίσθηση νοσταλγίας. Είμαστε πρόθυμοι, ως άνθρωποι, να συγχωρήσουμε ή να εξιδανικεύσουμε ό,τι μας πίκρανε, ό,τι μας πλήγωσε, αρκεί αυτό να αγγίξει το χάδι του χρόνου. Είναι στη φύση μας, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε… Ο χρόνος αποτελεί την πιο ασφαλή μονάδα μέτρησης αποστάσεων: όσο πιο πολύ κάτι παλιώνει, τόσο έρχεται πιο κοντά μας!

Ανάδρομα όμως. Θα μπορούσατε να γράψετε κάτι… μελλοντικό;

Ποτέ! Απεχθάνομαι αυτό το είδος της… λογοτεχνικής μελλοντολογίας. Το μέλλον είναι ταμπού. Προσωπικά, αν και αρκετά αισιόδοξη ως χαρακτήρας, δεν πιστεύω σε ένα όμορφο μέλλον. Οι άνθρωποι κάνουμε ασυγχώρητα λάθη, συχνά μάλιστα μοιραία. Λάθη για την ευτυχία και ευημερία μας. Δείτε πόση ασχήμια έχει «στρογγυλοκαθίσει» γύρω μας. Δείτε πόση δυστυχία πρυτανεύει στο ανθρώπινο γένος. Το σήμερα είναι ένας επώδυνος προπομπός του αύριο. Το αφήνω, λοιπόν, σε άλλα, πιο θαρραλέα χέρια! Προτιμώ να κινούμαι σε μονοπάτια γνωστά του παρελθόντος, που και άσχημο να ήταν, όπως προείπα η χρονική αποστασιοποίηση το εξωραΐζει θαυμάσια. Είναι αφόρητο όταν κάθομαι μπροστά στο κομπιούτερ να αναπαράγω την τρέλα που ζούμε καθημερινά. Προτιμώ να την εξοστρακίζει με τη γραφή μου. Η θεραπεία που σας έλεγα…

Φίλοι και γνωστοί σας διαβάζουν; Σας κάνουν κριτική;

Βέβαια! Ακούω τη γνώμη των άλλων. Καμιά φορά απογοητεύομαι, όταν για παράδειγμα αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που εισέπραξαν διαβάζοντας το βιβλίο μου είναι κάτι άλλο από αυτό που ήθελα να πω. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί εκ του ασφαλούς να χρεωθεί στον συγγραφέα ή αν είναι κάτι φυσιολογικό να συμβαίνει. Αρκεί να φανταστούμε ότι συμβαίνει κάποιοι να τρώνε το ίδιο φαγητό και να αξιολογούν διαφορετικά το γευστικό αποτέλεσμα. Ο αναγνώστης αξιολογεί υποκειμενικά. Εμείς οι συγγραφείς ούτε έχουμε το δικαίωμα αλλά ούτε και μπορούμε να επέμβουμε στη διαδικασία αξιολόγησης των γραπτών μας.

Αγαπάτε τους ήρωές σας; Τους «συναντάτε» καιρό μετά την κυκλοφορία ενός βιβλίου σας; Αναθέτετε σε κάποιον από αυτούς να μιλήσει στη δική σας θέση; Ταυτίζεστε με αυτούς ή τους έχετε εξαρχής χαρίσει την αυτοτέλεια που θα ήθελαν και οι ίδιοι, αν ήταν υπαρκτά πρόσωπα;

Τους αγαπώ. Τους θεωρώ παιδιά μου. Αλλοτε τους τιμωρώ κι άλλοτε τους φέρομαι στοργικά και υπομονετικά. Δεν ζω μαζί τους, αλλά ξέρω ότι βρίσκονται γύρω μου, μέσα μου. Θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε, εγώ, εσύ, ο γείτονας που στραβοκοιτάζει, η ταμίας του σούπερ μάρκετ ή κάποιος πελάτης μου. Ενας φίλος, γνωστός ή συγγενής. Μόνο που όλοι αυτοί έζησαν παλαιότερα. Υπήρξαν κάποτε ή τουλάχιστον θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει. Αποφεύγω, όμως, να εκφράζομαι μέσα από αυτούς. Προσπαθώ να κρατώ αποστάσεις. Κάποιες φορές το πετυχαίνω. Δεν έχω ανάγκη από φερέφωνα, ούτε κι αυτοί θεωρούν υποχρέωσή τους να μιλούν εξ ονόματος άλλου!

Το «Λιακάδες και θύελλες» δεν ήρθε πολύ γρήγορα; Πρόκειται για τη συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου σας;

Η αλήθεια είναι ότι και το τρίτο που ετοιμάζω γρήγορα θα έρθει! Ουσιαστικά, αποτελούν μέρος μιας τριλογίας. Αυτό που κυκλοφόρησε πρόσφατα είχε γραφεί πριν το πρώτο, είναι η προϊστορία του, ας πούμε. Σας είπα, μου αρέσει να παιχνιδίζω με τον παρελθόντα χρόνο. Επιθυμία μου ήταν να βάλω και τον αναγνώστη μου σε αυτή τη διαδικασία, να δοκιμάζει αυτό που με εξιτάρει! Στη μυθολογία της τριλογίας μου, το πρώτο βιβλίο («Αλήθειες κρυμμένες, σημάδια ανεξίτηλα») αποτελεί τη συνέχεια αυτού που τώρα κυκλοφόρησε. Το επόμενο, το τελευταίο της τριλογίας μου αποτελεί συνέχεια του πρώτου. Εχουμε, δηλαδή, μια αλληλουχία τύπου β,α,γ!

Είναι απαγορευτική η τιμή των βιβλίων στη χώρα μας;

Όχι, το αντίθετο. Μάλλον τα εισοδήματα του μέσου Ελληνα είναι πενιχρά. Οι ελληνικές εκδόσεις δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις ξένες, οι εργαζόμενοι όμως σίγουρα θα ζήλευαν τα εισοδήματα του μέσου Γερμανού, Ολλανδού ή Γάλλου. Ομως, γενικά δεν πιστεύω ότι είναι το κόστος που αποθαρρύνει την αγορά ενός βιβλίου. Τόσα χρήματα σπαταλάμε σε επουσιώδη και ευτελή πράγματα, θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε ένα ελάχιστο ποσοστό του εισοδήματός μας στην τακτική αγορά καλών αναγνωσμάτων. Κι εδώ σας επιστρέφω την πρώτη ερώτησή σας: ποιος διαβάζει στις μέρες μας;
_____________________________
Η συνέντευξη δόθηκε στον Πάνο Γιαννάκαινα και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Το Παρασκήνιο της Κυριακής (13/3/2011) και στο www.paraskhnio.gr

Διαβάστε επίσης:

"Λιακάδες και θύελλες"

"Αλήθειες κρυμμένες, σημάδια ανεξίτηλα"

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...