Καθηλωμένος σε ζωή σπιρτόκουτου, με το ρόλο κουβαλητή άντρα να μην τον ευχαριστεί, ο ήρωας οξειδώνεται από την κλειστή ζωή του, με τις πολλαπλές υποχρεώσεις και το σκοτωμένο ορμέμφυτο. Με τον πανικό να τον πλήττει, βρίσκει διέξοδο στη γραφή κι απορεί πώς υπάρχουν άνθρωποι που στη ζωή τους έκαναν μόνο αυτό που ήθελαν και ποτέ αυτό που τους επέβαλλαν.
Ο ίδιος δεν ανήκε σ΄αυτούς, αλλά ο Όμηρος, του οποίου το φόνο διερευνά, αρνήθηκε τις συμβάσεις κι έζησε όπως ήθελε. Συλλέγοντας στοιχεία γι΄αυτόν ανοίγεται σε μια αυλή προσώπων και σχηματοποιεί το δικό του έργο, με το οποίο αντιστέκεται σε όσα του επιβάλλονται.
Κι αναρωτιέται αν όλα αυτά θα τον βοηθήσουν να σωθεί ή να καταποντιστεί στους πανικούς και στο άδηλο μέλλον.
Ο ίδιος δεν ανήκε σ΄αυτούς, αλλά ο Όμηρος, του οποίου το φόνο διερευνά, αρνήθηκε τις συμβάσεις κι έζησε όπως ήθελε. Συλλέγοντας στοιχεία γι΄αυτόν ανοίγεται σε μια αυλή προσώπων και σχηματοποιεί το δικό του έργο, με το οποίο αντιστέκεται σε όσα του επιβάλλονται.
Κι αναρωτιέται αν όλα αυτά θα τον βοηθήσουν να σωθεί ή να καταποντιστεί στους πανικούς και στο άδηλο μέλλον.
Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης, γεννημένος το 1959 στο Νευροκόπι Δράμας, δικηγόρος από το 1986 στην Καβάλα, επινοεί, γράφοντας στο περιθώριο της καθημερινής του ασφυξίας, αινιγματικούς τίτλους. Τρεις συλλογές με αφηγήματα και διηγήματα, μοιρασμένες ανάμεσα στο 1993 και το 2002, βαφτίστηκαν αντιστοίχως «Μανία πόλεως», «Οι εξοχές των νεκρών», «Το έκτο δάχτυλο». Σ' αυτόν τον (αστυνομικό κάπως) διάδρομο προσγειώθηκε και το πρόσφατο, μοναδικό μέχρι στιγμής, μυθιστόρημά του, με έντιτλο σήμα «Τα δώρα του πανικού» (εκδόσεις Κέδρος). Ο προδηλωμένος εδώ πανικός (που φαίνεται ειρωνικά να μοιράζει, σαν τον Αϊ-Βασίλη, δώρα) επιδέχεται εναλλακτικές σημασίες, που επισκιάζουν εξαρχής τη μυθιστορηματική αφήγηση, αν δεν αποτελούν το βασικό της κλειδί.
Ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την κρίσιμη λέξη στο συστατικό οπισθόφυλλο του βιβλίου, προειδοποιώντας τον αναγνώστη για το αδιέξοδο του αφηγητή του. Γράφει: «Καθηλωμένος σε ζωή σπιρτόκουτου, με τον ρόλο του κουβαλητή άντρα να μην τον ευχαριστεί, ο ήρωας πλήττεται από πανικούς». Ερωτάται ωστόσο αν ο πανικόβλητος «ήρωας» του μυθιστορήματος υπονοεί και πανικόβλητο συγγραφέα. Σ' αυτό το ερώτημα σκάλωσε η προσωπική μου ανάγνωση. Γιατί, χωρίς να αγνοείται το ζόρι της επαρχιακής ζωής και της επαγγελματικής ρουτίνας, έχω την αίσθηση ότι ο, ενικός τώρα, πανικός, προωθημένος στον τίτλο του μυθιστορήματος, διαθέτει δικό του συγγραφικό βάθος, από όπου αντλούνται και τα αμφίσημα δώρα του.
Αν ευσταθεί αυτή η υπόθεση, τότε μπορεί ο δηλωμένος πανικός να οφείλεται στην αμηχανία του συγγραφέα με το πρώτο του μυθιστόρημα. Εχοντας δύο επιλογές: ή, διεκπεραιώνοντας το μυθιστόρημα, να αγνοήσει τον αφετηριακό του πανικό· ή ο ανυποχώρητος πανικός να αποτυπωθεί στον μύθο και στην πλοκή της αφήγησης. Συνέβη, ευτυχώς, το δεύτερο, και σ' αυτήν την ενσωμάτωση του πανικού χρωστά το μυθιστόρημα του Κοσμά Χαρπαντίδη τη σπάνια λογοτεχνική του τιμή.
Συγκεκριμένα:
Ο μύθος και η πλοκή της αφήγησης εξελίσσονται εδώ με τέτοιο τρόπο, ώστε, ενώ αφηγηματοποιούνται οι προθέσεις και οι προϋποθέσεις για τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, το αναμενόμενο κείμενο συνεχώς αναβάλλεται και στο τέλος μεταφράζεται σε μελλοντική υπόσχεση. Αντ' αυτού, στο εσωτερικό της υποσχετικής μυθιστορίας, που αιωρείται σαν φάντασμα, εγκιβωτίζονται (με διαφορετικά μάλιστα τυπογραφικά στοιχεία) εννέα δυσεύρετα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος, που αποδίδεται σε άλλον, επώνυμο, συγγραφέα. Μπορεί τα δύο αυτά μυθιστορήματα (το οικείο και το ξενικό) να συμπίπτουν λίγο πολύ ως προς τον βασικό τους μύθο, εμφανίζουν όμως ριζικές διαφορές ως προς το ήθος και το ύφος τους, που ορίζουν και τη διαπλοκή τους.
Ο κοινός μύθος αφορμάται από τον βάναυσο φόνο ενός παραβατικού νεαρού με απροκάλυπτη ερωτική συμπεριφορά. Η δολοφονία του οποίου μαθαίνουμε πως συντελέστηκε τον Απρίλιο του 1959 και χρεώθηκε ύπουλα σε κάποιον λιμενεργάτη, ενώ ηθικός αυτουργός του φημολογούνταν πως υπήρξε (γνωστός και επώνυμος) καπνέμπορος της Καβάλας, που είχε, για μακρό χρονικό διάστημα, προσωπική σχέση με τον περιθωριακό νέο. Απόβλητος ο Ομηρος (αυτό είναι το όνομά του) από την προβληματική του οικογένεια, παρέμεινε άλαλος από τα τέσσερα έως τα τριάντα ένα του χρόνια, οπότε έσπασε την αλαλία του, για να ομολογήσει τον έρωτά του στον θετό γιο του καπνέμπορα. Αμίλητος στην αρχή και αθυρόστομος μετά, προκαλούσε καθημερινά τη μικροαστική κοινωνία της Καβάλας, ελέγχοντας τις μίζερες υποκρισίες της και διεκδικώντας την παραβατική του ελευθερία, που την πλήρωσε ακριβά.
Ο βίαιος και ύποπτος αυτός φόνος του νεαρού ερέθισε το ενδιαφέρον του συγγραφέα-αφηγητή, όταν, σαράντα πέντε χρόνια μετά, αισθάνθηκε, όπως ομολογεί, πως ήρθε η ώρα να αποτυπώσει την πόλη όπου ενηλικιώθηκε σε ένα μυθιστόρημα. Διαπίστωσε όμως ότι τον είχε προλάβει κάποιος άλλος, ονόματι Πάνος Ιωσηφίδης. Ο οποίος εγκατέλειψε ξαφνικά τον σώφρονα βίο του οικογενειάρχη και λυκειάρχη, εγκαταστάθηκε σε πλυσταριό της Αθήνας, και αναλώθηκε γράφοντας για τον Όμηρο (τον αποκαλεί πρίγκιπα και αναρωτιέται: «με τι εφόδια να σε αναστήσω; τι να αντλήσω, πες μου, από τη γονατισμένη μου ζωή;») σε συνθήκες απαράβατης μοναξιάς, που κατέληξε σε αυτοκτονία. Μπροστά στο αποκαλυπτικό βάθος του άλλου ομόθεμου κειμένου, ο συγγραφέας-αφηγητής οπισθοχωρεί και του παραχωρεί εξέχουσα θέση στο δικό του, ασυντέλεστο τελικά, μυθιστόρημα.
Με άλλα λόγια: ο αφηγητής (ως περσόνα του συγγραφέα) μοιράστηκε στα δύο: αναζητώντας σκάφανδρο, για να καταδυθεί σε οριακή συναίσθηση και έκφραση, όπως απαιτούσε το παραβατικό θέμα της πρώτης μυθιστορίας του, αναζήτησε, φαντάστηκε και ασπάστηκε τη σκιά και τη φωνή ενός άλλου, για να χωνέψει τον συγγραφικό του πανικό. Μαθητεία δύσκολη, που απέδωσε όμως πανικά δώρα: ένα «διπλό» μυθιστόρημα. Ίσως γιατί ο δικός μας, προωθημένος, εαυτός, για να ζήσει και να πει κάτι ουσιαστικό, χρειάζεται τη βοήθεια και τον έλεγχο του άλλου, απωθημένου μας, εαυτού.
Διαβάστε επίσης του ιδίου: "Μανία πόλεως" , "Το έκτο δάχτυλο"
_________________________________
Κοσμάς Ι. Χαρπαντίδης: "Τα δώρα του πανικού"
ISBN 960-04-3322-4 - σελ. 240 - τιμή 12,62 ευρώ - έκδοση 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου