Το έγκλημα της οδού Αλόης (κριτική)

[γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας]

...που ασφαλώς, όπως κάθε έγκλημα, δεν στέκει από μόνο του, αλλά συνοδεύεται από δεκάδες άλλα μικρά ή μεγάλα, προγενέστερα ή μεταγενέστερα εγκλήματα। Ως πηγή γενεσιουργός ή ως μελλοντική παρακαταθήκη, το «έγκλημα» που τόσο έντεχνα και πειστικά μας περιγράφει ο Γιάννης Ρεμούνδος καταφέρνει από τις πρώτες κιόλας σελίδες να μας αφήσει εμβρόντητους, καθηλωμένους με το βιβλίο του ανά χείρας, να ταλανιζόμαστε από τους τρελούς κτύπους της καρδιάς μας και να κοιτάμε πίσω απ’ τον ώμο μας!

Όλα συμβαίνουν με την τραγικότητα που προσδίδει η ενοχή της στιγμής˙ της αθώας κι ασήμαντης στιγμής τής καλά συνειδητοποιημένης καταπίεσης που νιώθουν οι άνθρωποι της πόλης, απ’ όπου κι αν αυτοί προέρχονται, όπου κι αν μέλλεται στο τέλος του ταξιδιού να βρεθούν.

Ένας στερημένος στοργής δημόσιος υπάλληλος καταφέρνει για χρόνια ολόκληρα να καλύπτει από σύζυγο και παιδιά την υφέρπουσα ομοφυλοφιλία του -ή, πιο σωστά, το δέος που του προκαλεί ο ανδρισμός των άλλων και η γυναικεία... πολυπλοκότητα.

Με την θλιβερή επίγνωση της ανημπόριας του ν’ ανέλθει στην ιεραρχία του υπουργείου όπου εργάζεται, μίζερος και δειλός, πρότυπο ωστόσο συνέπειας και εργατικότητας, ενσαρκώνει επιτυχώς τον «αφανή» σύζυγο και πατέρα, τον «αρχιερέα» της οικογενειακής αφοσίωσης, της τάξης και του καθωσπρεπισμού. Και τις «άδολες» νύχτες του μετατρέπεται σε παθητικό ζωάκι στα χέρια και τις ορέξεις μιας σκληροτράχηλης Ουκρανής γυναικάρας, μιας γυναίκας που διέσχισε τα χιλιόμετρα για να καταλήξει σε μια κακόφημη γειτονιά των Αθηνών –το σπίτι της οδού Αλόης-, όπου απλώς βγάζει το ψωμί της εξευτελίζοντας όσους νιώθουν την ανάγκη για υποταγή, όσους διψούν για την ηδονή που χαρίζει ο πόνος, η θυματοποίηση και η εξάρτηση.

Στον «χορό» μπαίνουν και τρεις νεαροί: Δύο επίπλαστοι «ήρωες» ενός στρατοπέδου, που έρχονται στην πρωτεύουσα για να ξεφαντώσουν, στο πλαίσιο μια τιμητικής αδείας από τον διοικητή τους, κι ένας απρόθυμος για φασαρίες, προδότης και ταυτόχρονα προδομένος του έρωτα δίχως αύριο της ελληνικής επαρχίας.

Κι άλλοι πρωταγωνιστές: Ο άνθρωπος που διευθύνει τον οίκο ανοχής, ο διχασμένος μεταξύ των δύο φύσεων του ανθρώπου, που εν τέλει προτιμά τα γυναικεία ρούχα και την ταυτόχρονη καλλιέργεια ενός υπολανθάνοντα μυστακίου, προς τέρψιν και διασκέδασιν των εντυπώσεων˙ ο διεφθαρμένος αστυνομικός, που εύκολα μεγαλοπιάνεται από τα φώτα της νύχτας και καψαλίζει τα φτερά του σε αυτά, βουτηγμένος στην παρανομία, την ίντριγκα και τα δούναι και λαβείν με τον υπόκοσμο˙η «ελαφράς» συνείδησης οπορτουνίστρια ερωμένη του -κατ’ επίφασιν, βέβαια, αφού ο ίδιος ο εραστής πάσχει από σύνδρομο... ανικανότητας, πιθανόν λόγω των «ψυχοστερητικών» που του κληροδότησε η εγκατάλειψή του από την γυναίκα του, μόλις η ίδια ανακαλύπτει ότι ο εξαρτώμενος από την βαριά σκιά της μητέρας του υπερφυσικός «μπεμπές» που κοιμόταν δίπλα της είναι αδύνατον ν’ απαγκιστρωθεί και να σταθεί δίπλα της ως άνδρας σωστός, και, τέλος, μια σειρά άλλων φαιδρών, ανούσιων ή «προς ευρεία κατανάλωση» προσώπων, που παρελαύνουν εν είδει χορού αρχαιοελληνικής τραγωδίας από τις σελίδες και τις ζωές των ηρώων του συγγραφέα δίχως να κοντοστέκονται σε τούτη την ατέρμονη τροπή των πραγμάτων ούτε λεπτό.

Το έγκλημα δεν αργεί να συμβεί. Είναι προϊόν της στιγμής, όπως και η ύπαρξή μας. Η φαλτσέτα λαμπυρίζει την αποτρόπαιη λεπίδα της, υψούται και κόβει τα νήματα «εν ριπή σκέψεως». Εκεί, όπου συμβαίνουν τα κακώς κείμενα. Στο σκοτάδι της μαύρης ψυχή των ηρώων. Δίπλα στον ανυποψίαστο βιτσιόζο υπαλληλάκο, που δεν τολμά να ξεκλειδώσει μια πόρτα και να χαρίσει έτσι ζωή σε αυτήν που γελοιοποιείται γελοιοποιώντας τον. Μπροστά στον άτολμο αυτόπτη μάρτυρα, που συμπαρασύρεται από την θολότητα της συγκυρίας, για να ανακαλύψει ότι ο ίδιος αποτελεί έναν ακόμη τροχό στην άμαξα των επιτηδείων. Με θύτη δυο πιτσιρικάδες και όλη την κοινωνία από πίσω τους, που τους ανάγει σε υπερήρωες εκμαυλίζοντας τα ήθη και τις αρχές των αγνών και των παρδαλών. Και θύματα δύο ζωντανά ναυάγια, δυο απολεσθείσες υπάρξεις, δακτυλοδεικτούμενες σαν την υπερούσια φαντασίωσή μας.

Ο Γιάννης Ρεμούνδος είναι μεγάλος τεχνίτης του λόγου, έμπειρος στο να τιθασεύει το σκουλήκι της ζωής και να το καθοδηγεί μέσα έξω στο σάπιο μήλο της ανθρώπινης ψυχής, προάγοντας καταστάσεις νοσηρές και δυσνόητες, απόλυτα όμως ρεαλιστικές, καταστάσεις της καθημερινής τρέλας που όλοι βιώνουμε στην αταίριαστη πόλη, την μεγαλούπολη, όπου όλα είναι κατά πώς φαίνονται και ό,τι φαίνεται σίγουρα δεν είναι...

Ψυχογράφος ταυτόχρονα και άτεγκτος δικαστής, με συνείδηση αλλά και απύθμενη καρδιά, πλέκει το θρίλερ του σαν τον ιστό της η αράχνη. Και είναι ο αναγνώστης του που τελικά θα πιαστεί στα βρόχια της γραφίδας του! Αδάμαστη στην μεταφορά, η πένα του ξέρει να μιλά με εικόνες, να ζωγραφίζει με λέξεις που πονάνε ή που γλυκαίνουν τις πληγές, να δημιουργεί οράματα συνειρμικά και να καθοδηγεί με στιβαρό χέρι τον αναγνώστη σε μονοπάτια πικρής αποκάλυψης, μα πάντα υπό την σκέπη τού διαυγούς, πεντακάθαρου ουρανού τής λογοτεχνίας. Αυτό θα πει τέχνη: Να διυλίζεις τα συμφραζόμενα και να εκμηδενίζεις την απορία του θαυμαστή σου, υπογραμμίζοντας με αδρότητα, με λεπτότητα την μηδαμινότητα της ύπαρξής του.

Η επανάληψη, σαν ρεφρέν κακόγουστου τραγουδιού: «Ρε σεις! Αυτός πέφτει!» φώναξε κάποιος... «Πέφτει;»

Αυλαία...

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...