[ γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας ]
Η πένα του Georges Simenon γλιστρά στο αθώο χαρτί όπως το ξυράφι στο ανυποψίαστο βελούδο, χαρίζοντάς μας την γεωμετρία ενός ανθρώπου που ζει πιστεύοντας σε απατηλότητες και ψευδεπίγραφα υποσχετικά. Υποσχετικά, που αυθαίρετα απέσπασε, δίχως και ο ίδιος να το καταλαβαίνει, από τους συμπολίτες του.
Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που πέφτει θύμα της αγαθότητας και της καλής του καρδιάς, ενός ανθρώπου που μηρυκάζει τις ελπίδες του να γίνει κάποτε πλήρως αποδεκτός στην μικρή κοινωνία που επέλεξε για μόνιμο ντεκόρ της απλοϊκής καθημερινότητάς του.
Αλίμονο, του διαφεύγει η πικρή διαπίστωση, πως οι άνθρωποι δύσκολα συγχωρούν αυτόν που, μέσα στην μιζέρια του και την ποταπότητά του, αποδεικνύεται ικανότερος στην διεκδίκηση της πανέμορφης και μοναδικής -πλην "δημόσιας"- γυναίκας της πόλης: της άτακτης και ακόρεστης για περιπέτειες του κρεβατιού Τζίνας που, πριν βουλιάξει στην ανούσια ζωή του συζύγου της, γέρνει περιστασιακά στις αγκαλιές τυχάρπαστων ανδρών ή παλιών γνώριμων από έρωτες του ποδαριού, τυφλούς έρωτες, δίχως μέλλον και προοπτική.
Φεύγει, μα πάντα γυρίζει στην ασφάλεια και την ευγενική προστασία του συζύγου της -ενός ασήμαντου παλαιοβιβλιοπώλη μιας ακόμη πιο ασήμαντης γαλλικής κωμόπολης. Γιατί ζει μαζί του αυτή η ακόρεστη νεαρή; Γιατί καταδικάζει τα νιάτα της στην στείρα αγκαλιά ενός μεσόκοπου Ρωσο-εβραίου εμιγκρέ, που για να μην πιαστεί στα αιματηρά γρανάζια της επανάστασης των μπολσεβίκων καταφεύγει στην Δύση, χτίζοντας δειλά δειλά μια νέα, ασφαλή ζωή;
Πιθανόν για την οικονομική σταθερότητα. Για την προοπτική ενός γεμάτου πιάτου στο τέλος κάθε κοπιαστικής μέρας. Για τον λαμπρό ήλιο, που ρίχνει μεγαλόψυχα τις αχτίδες του στην άψυχη γη κάθε που ξημερώνει...
Κι αυτός, ο σεμνός και ταπεινός κύριος Ζονάς, που σκοτώνει την μέρα του σκαλίζοντας τα σοφά του βιβλία, ανάμεσα σε σκόνες και τρωκτικά, έχει επίγνωση πως από τον "ήλιο" της γυναίκας του κι άλλοι φωτίζονται, κι άλλοι ζεσταίνονται, όχι μόνον αυτός -μα δείχνει στωικά κατανόηση, γιατί έχει την δύναμη να ερμηνεύσει την έννοια των νιάτων της με την αδυναμία εκείνου που φοβάται να μείνει πάλι μόνος, γιατί δειλιάζει μπροστά στο τραπέζι τού ενός πιάτου και την θέα του μονού κρεβατιού.
Ώσπου μια μέρα η Τζίνα φεύγει, μα δεν επιστρέφει. Το πουλί ξέμαθε την επιστροφή στο χρυσό του κλουβί.
Το άχθος της κοινοποίησης αυτής της αποτρόπαιης αλήθειας στα μέλη της μικρής κοινωνίας όπου διαβιώνει είναι δυσβάσταχτο. Άνθρωποι που ο Ζονάς αντικρίζει καθημερινά, γείτονες που καλά γνωρίζουν το ζεύγος και ιδίως την άτακτη Τζίνα -η οποία ενσαρκώνει το απαράμιλλο πρότυπο της γυναίκας "φαντασίωση" για τους πεινασμένους του έρωτα-, κάνουν ερωτήσεις. Τον υποβάλλουν στο σιωπηλό μαρτύριο της "ανάκρισης" σχετικά με το πού και γιατί και πότε η γυναίκα του έφυγε.
Ασυναίσθητα, ο Ζονάς λέει το πρώτο ψέμα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Κρύβει απ' όλους την αλήθεια, ώσπου ανακαλύπτει ότι και ο ίδιος έχει πέσει θύμα του επίπλαστου κόσμου που αυτός δημιούργησε σε μια στιγμή αυθόρμητης και ένστικτης αδυναμίας.
Η αλήθεια, ωστόσο, δεν αφήνει τον κύριο Ζονάς απρόσβλητο. Ο δύστυχος άνδρας ανακαλύπτει πως η Τζίνα φεύγοντας δεν έκλεψε μόνο την συλλογή του από σπάνια γραμματόσημα, για να καλύψει προφανώς τα πρώτα της έξοδα, αλλά κι ένα κομμάτι ζωτικό της ψυχής του. Την ίδια του την ζωή. Την ευτυχία!
Ανακαλύπτοντας πως τίποτα δεν θα μπορέσει να είναι όπως πριν, αποδιωγμένος σιωπηρά από τον κοινωνικό περίγυρο, που όλο αυτό το διάστημα απλώς τον υπέφερε και στην ουσία ποτέ δεν τον είχε ενσωματώσει στον συστατικό του ιστό, μόνος κι εγκαταλελειμμένος σε μια δίχως νόημα ζωή -μια ύπαρξη χωρίς προορισμό και μέλλον- βρίσκει επιτέλους την δύναμη να κάμει την δική του επανάσταση: αυτοκτονεί...
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από το να αφήνεσαι στο ταξίδι ενός ανυπέρβλητου συγγραφέα, όπως ο Simenon. Μιλάμε για πραγματική λογοτεχνία, όχι γραφήματα της επίφασης και του δήθεν. Τα βιβλία του, βαθιά ψυχαναλυτικά, σε κρατούν σε εγρήγορση με την ικανότητά τους να σε αφυπνίζουν προοδευτικά, να σε εμβαπτίζουν στην αλλότρια δυστυχία και να σε αναδύουν από το πηγάδι της ξένης συμφοράς θωρακισμένο με την ψευδαίσθηση ότι όλα συμβαίνουν μακριά, αλλού, σε ανθρώπους άγνωστους ή της φαντασίας. Κι αν κάνεις το λάθος και σκύψεις μέσα σου, θα τρομάξεις συνειδητοποιώντας το πόσο όλα αυτά σου ταιριάζουν...
Διαβάστε επίσης: ''Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ''
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου