[ γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας ]
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να περιγράψεις τα πράγματα. Ακόμη δε περισσότεροι για να τα ερμηνεύσεις. Αλλά για να απολαύσεις πραγματικά ένα κείμενο δράσης, όπου ο χρόνος ακατάπαυστα παλινωδεί παιχνιδιάρικα σαν καπρίτσιο μικρού παιδιού, απαιτείται δεξιοτεχνία και μεράκι.
Ο Μάνθος Σκαργιώτης σε τέτοιες δοκιμασίες μας βάζει, παραδίδοντας στο αναγνωστικό κοινό ένα μυθιστόρημα (;) εν είδει εξομολόγησης. Με ύφος λιτό, λακωνικό, με διαλόγους κινηματογραφικούς (για να θυμηθούμε και τον «δάσκαλο» Umberto Eco) και απέριττες περιγραφές, η μεστή πένα του ενδοσκοπεί και πορεύεται.
Εκείνο που πρωτίστως εντυπωσιάζει στην γραφή του Σκαργιώτη είναι η ευκολία με την οποία ανατρέχει στα γεγονότα, επικαλούμενος όλες τις τεχνικές της εμβόλιμης παράθεσης και της χρονικής αναδρομικότητας.
Ήδη, με την επιστολή «στο σεντούκι της μοναχής Αναστασίας» που μας παρουσιάζει στην πρώτη σελίδα, καταφέρνει να κεντρίσει την περιέργεια του αναγνώστη, όχι τόσο εξαιτίας της διφορούμενης ερμηνείας που αυτή επιδέχεται όσο επειδή μας δημιουργεί αυτό, που στην λογοτεχνία αποκαλείται ως «αίσθηση της ακολουθίας»: παρά το ότι το γράμμα «δεν έφθασε ποτέ στον προορισμό του», ο μύθος θα ξεδιπλωθεί εντέχνως, άλλοτε επιταχυνόμενος από την ζέση που προκαλεί η απαιτούμενη δράση, κι άλλοτε πάλι επιβραδυνόμενος, λόγω της ανάγκης για αποφόρτιση της ψυχικής κατάστασης των ηρώων. Και, σαφώς, το κατάλληλο εργαλείο για να επιτευχθεί από τον συγγραφέα αυτή η αρμονία μεταξύ των δύο «δράσεων» -αφενός της εξωτερικής και αφετέρου της εσώτερης ψυχολογικής- δεν είναι άλλο, παρά η απόλυτη γνώση της ελαστικότητας του χρόνου ως παραμέτρου και συστατικού στοιχείου της αφήγησης.
Είναι πράγματι σημαντικό ο συγγραφέας να έχει επίγνωση των «διαστάσεων» του χρόνου. Η πρόοδος της αφήγησης και η οικονομία της, ως προς το αποτέλεσμα, επιτυγχάνεται με μια ακόμη τεχνική, που εδώ επιστρατεύεται από τον συγγραφέα με τρόπο κυριαρχικό: η άμεση παράθεση «ντοκουμέντων» (όπως για παράδειγμα η αναφορά της Χωροφυλακής, τα αποσπάσματα διαφόρων μαρτυριών μελών της οικογενείας του κεντρικού ήρωα αλλά και συγχωριανών του κ.ά.) δεν συνδράμει μόνο την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά δημιουργεί και το κατάλληλο σκηνικό με την χρήση τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων –πράγμα που αν συνέβαινε στην «ευθεία» αφήγηση θα προκαλούσε, ίσως, μιαν ανεπιθύμητη ιλαρότητα.
Ταυτόχρονα, οι δυνατές παρομοιώσεις, οι μεταφορές, που ενίοτε αγγίζουν τα όρια ενός υπερβατικού παραλογισμού και μιας υπερούσιας μεταφυσικής, σοκάρουν και φορτίζουν με πάθος τα τεκταινόμενα: «Σκρόφα της κολάσεως!... Έφτυσε με μίσος και συνέχισε να ψαλιδίζει: Παλλακίδα του ερέβους, σιχαμερό πτυελοδοχείο!... Φαντάστηκε την αμαρτία της Αναστασίας να έχει πάρει κιόλας το σχήμα του βρέφους μέσα στην κοιλιά της: ένα γλοιώδες ανθρωπόμορφο τέρας κατ’ εικόνα και ομοίωση του σατανά.» Και παρακάτω: «Αν απόψε τον μυριστούν εκείνα τα σκυλιά, φοβάται πως θα πέσει απ’ το τεντωμένο σκοινί πάνω στο οποίο ισορροπούσε» (αρκεί να σκεφθεί κανείς πως, εδώ, ως σκυλιά νοούνται κάποιες κακές, τραγικές αναμνήσεις...).
Πρόκειται για σκληρές εκφράσεις – αναλαμπές, που διάστικτα εμπλουτίζουν την γραφή του Σκαργιώτη και, παρά το παρενθετικό τους ύφος, καταφέρνουν να προσγειώσουν τον αναγνώστη στην πεζή πραγματικότητα της ζωής –μιας ζωής αρκετά ξένης προς την ωραιοποιημένη (συχνά από πολλούς συγγραφείς) άποψη που σε κάνει τουλάχιστον... επιφυλακτικό και δύσπιστο. Η καθαρότητα της γραφής του αντανακλά αυτήν ακριβώς την καθαρότητα της σκέψης του: σε παρασύρει σε ένα δυσανάγνωστο, δυσεξερεύνητο παρελθόν, όπου οι ήρωές του δρουν με κινητήρια δύναμη το συμφέρον, την αγάπη, το πάθος για δύναμη, τον έρωτα για ζωή. Αυτοί οι ίδιοι, οι τόσο ανθρώπινοι και συνάμα τόσο αναλώσιμοι ήρωες, ακόμη σήμερα πάσχουν. Το ένοχο παρελθόν ξετυλίγεται αργά στο παρόν, επιδεικνύοντας την προοδευτικά αυξανόμενη δυναμική που μπορεί κάποιες φορές να λαμβάνει ένα καλά κρυμμένο μυστικό -που όσο κι αν μας πληγώνει, όσο κι αν μας δαιμονίζει, η αποκάλυψή του σε οικείους συνιστά κατάθεση ψυχής. Τα πρόσωπα, επωμιζόμενα το άχθος της ευθύνης των πράξεών τους, δεν παύουν να αποτελούν θύματα της περίστασης αλλά και του στενού περιβάλλοντος της τοπικής κοινωνίας, της μεταπολεμικής Ελλάδας και ιδίως της περιόδου της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Και πάνω απ’ όλα, αναδεικνύονται ως θύματα του ίδιου τους του εαυτού. Γιατί, εν τέλει, όταν το μυστικό αποκαλύπτεται, ουδείς εμφανίζεται απαλλαγμένος από τις τύψεις και τις Ερινύες του.
«Το παρελθόν εδώ κατοικεί –στο παρόν» αγαπούσε να λέει ο Άγγλος ποιητής William Blake.
Ένα «τίμιο» βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, καλαίσθητο, εύχρηστο, ασυνήθιστο ως προς τον χαρακτήρα της δομής του «μύθου» του, δεν θα σας κεραυνοβολήσει με απρόοπτες εξελίξεις, αλλά οπωσδήποτε θα σας σαγηνέψει με τον τρόπο που ο δημιουργός του καταφέρνει να εκθέσει τα αναμενόμενα -και όμως αναπάντεχα!- που καθορίζουν την περπατησιά των καθημερινών ανθρώπων σε τούτη την γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου