[ γράφει ο Πάνος Γιαννάκαινας ]
Με αυτή την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ο Χρήστος Νικολόπουλος αποπειράται να διασαλεύσει την ησυχία της νύχτας στην πόλη. Στην πόλη, όπου όλα συμβαίνουν από τους ανθρώπους και για τους ανθρώπους: οι μεγάλοι έρωτες, οι αβάσταχτες προδοσίες, τα νεανικά όνειρα και οι αδυσώπητες απογοητεύσεις.
Δέκα μικρές ιστορίες, λοιπόν, που με την επιμέλεια και το μεράκι της Αθηνάς Σοκόλη παίρνουν πνοή στο χαρτί και πορεύονται άλλοτε παράλληλα κι άλλοτε τέμνοντας η μία την άλλη. Δέκα βουβοί, πνιχτοί «πυροβολισμοί», που προσπαθούν να δικαιολογήσουν την τροχιά της σφαίρας με το τρίπτυχο ευθανασία – εκδίκηση – λύτρωση, σε μια αδιάλειπτη εναλλαγή ρόλων θύτη και θύματος, όπου η αντίληψη για απονομή δικαιοσύνης αποκτά ιδιαίτερα προσωπικό, υποκειμενικό χαρακτήρα.
Η ίδια η ζωή, με όλες εκείνες τις ενοχές με τις οποίες προικίζει την ευάλωτη ανθρώπινη ψυχή, με όλες τις εκτροπές στις οποίες την παρασύρει αλλά και τις αστοχίες της, σε ρόλο ηθικού αυτουργού σκηνοθετεί σύγχρονα, καθημερινά δράματα, για να κρατήσει όμως τις αποστάσεις της καθώς ο μελλοθάνατος τίθεται ενώπιον της κάννης. Κανείς δεν είναι ανυποψίαστος, κανείς δεν είναι αθώος: «Ποιος το ξέρει, πριν σηκώσει το περίστροφο; Ποιος υποψιάζεται τον εαυτό του ως ικανό, πιθανό δράστη; Οι συγκεκριμένοι ήρωες, όχι. Ή μήπως ναι;».
Κι εδώ μπορούμε να συναισθανθούμε όλη την τραγικότητα που απλόχερα αυτή η κακιά μάνα, η ζωή, μας χαρίζει: ο πυροβολών, τραγική φιγούρα και ο ίδιος στο παίγνιο αιτίας – αιτιατού, ουδέποτε απολαμβάνει την κορύφωση και την «τελεία λύση» του δράματος. Ίσως επειδή η μοίρα της εκδίκησης δεν είναι πλασμένη για την ανθρώπινη φύση. Ίσως, πάλι, επειδή ο πόνος που προκαλεί είναι στιγμιαίος και α-διαρκής, σε αντίθεση με τον πόνο που γεννάει το έγκλημα, τον πόνο που ποτέ δεν απογαλακτίζεται, που ωριμάζει στα τρίσβαθα της ψυχής του απελπισμένου εκδικητή με τον χρόνο. Και η προσδοκώμενη ευτυχία, τελικά, αποδεικνύεται «αιώνια αυταπάτη» και «αιώνιο αμάρτημα... προπατορικό... κυνήγι που μας κυνηγά, μας καταδιώκει. Μας ορίζει. Δικό μας, Μέσα μας. Μόνο.».
Το κείμενο βρίθει συμβολισμών. Ο κάθε πυροβολισμός, άλλωστε, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας υπενθυμίζει, μπορεί να είναι συμβολικός. Έγκλημα δεν είναι μόνο ό,τι αποτροπιαστικό χλευάζει ορατά τον ανθρωπισμό μας. Μπορεί κάλλιστα είναι κάτι κακό που το αντιλαμβανόμαστε εκ του αποτελέσματος, που ακμάζει εντός μας και νοθεύει την αγνότητα και την ανθρωπιά μας. Απότοκο του εγκλήματος είναι ο φόβος και το αίμα. Και ο λεκές του αίματος, ανεξίτηλος, διάφανος, παραμένει «στο χρόνο, στη μνήμη, στην καρδιά... Μια στιγμή -μια ολόκληρη ζωή- αρκεί. Μια αιτία. Κι ένας πυροβολισμός. Πραγματικός. Συμβολικός.»
Η ελλειπτική γραφή του Χρήστου Νικολόπουλου δεν επενδύει στην πλοκή. Δεν χρησιμοποιείται ως ψυχολογικό νυστέρι για κοινωνιολογικές διατομές και δεν χειρουργεί προς χάριν μιας αποκάλυψης. Ακόμη δε περισσότερο, ο συγγραφέας δεν «τολμά» να λογοτεχνήσει. Αντίθετα, πεισματικά σκηνογραφεί, θεατρογραφεί, αναπαριστά το ήδη γνωστό, το αναμενόμενο, δεν εκπλήσσει και δεν εξαντλεί (ίσως σκοπίμως) την θεματογραφία του. Αφηγείται με φράσεις βραχείες, κοφτές σαν ανάσα λαχανιασμένου δρομέα (και είναι πράγματι δρόμος η ζωή του καθενός μας), προσδίδοντας έτσι όλη εκείνη την αμεσότητα που χάνεται όταν κανείς αποπειράται να μεταφέρει στην οθόνη του υπολογιστή του τα τεκταινόμενα της ζωής των ενεργών ανθρώπων.
Αναμφίβολα, του οφείλονται εύσημα για ένα του εφεύρημα: Η απροσδόκητα απολογητική διάσταση που λαμβάνει η αφήγηση ενώπιον των ανακριτικών Αρχών. Ωστόσο, το θύμα του παρελθόντος, ως θύτης του παρόντος παραμένει στωικά νηφάλιος, ανενδοίαστος και αμεταμέλητος. Όπως ακριβώς δεν υπάρχει ευκαιρία ανάκλησης της σφαίρας που εγκαταλείπει την οπλισμένη θαλάμη, έτσι δεν υφίσταται περίπτωση επιστροφής - μεταμέλειας και για τον «δράστη». Τούτο δεν εκφράζει μόνο την παγιωμένη ωριμότητα του αποφασισμένου ανθρώπου, αλλά αποδεικνύει και την συναίσθηση του αυτοσεβασμού, την αντίληψη της συνέπειας στην οποία υποτάσσεται ο αξιοπρεπής και «ανόθευτος» άνθρωπος.
Ως επίλογος, η ειρωνική, σαρκαστική και ταυτόχρονα γενναιόδωρη μελλοντολογία στο τελευταίο διήγημα του βιβλίου (με τίτλο: Δελτίο Ειδήσεων 2) εν είδει ανακεφαλαίωσης: Η Λαίδη Μάκβεθ αυτοκτονεί με τον σύζυγό της, ωσάν το βασιλικό ζεύγος να ήταν εκ προοιμίου επιφορτισμένο με τούτη την προαιώνια βιβλική αποστολή –να πεθαίνει εις το διηνεκές «αίροντας τας αμαρτίας του κόσμου».
Ακροβατώντας μεταξύ υπερβολής και πικρής διαπίστωσης, τα διηγήματα του Χρήστου Νικολόπουλου θα μπορούσαν επιτυχώς να θεωρηθούν ως ένας πολλά υποσχόμενος προπομπός μιας μελλοντικής άρτιας λογοτεχνικής δημιουργίας. Μέχρι να δικαιώσει το ταλέντο του, ο συγγραφέας σαφέστατα έχει δρόμο μπροστά του να διανύσει.
Αλλά δεν είναι αυτό, άραγε, μια πρώτη ανταμοιβή;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου