Andrew Nicoll: Πόσο καλός μπορεί να είναι ένας δήμαρχος;

[ συνέντευξη στον Πάνο Γιαννάκαινα]

Ένας έρωτας υφέρπει στα κατάβαθα της καρδιάς του. Αυτός, ένας φιλότιμος και αξιοσέβαστος δήμαρχος μιας πόλης βγαλμένης θαρρείς από την ακινησία μιας αδιάφορης για όλον τον υπόλοιπο κόσμο καθημερινότητας, κάπου στην μακρινή Βαλτική. Αυτή, η ιδιαιτέρα γραμματέας του, η μούσα του ανομολόγητου έρωτά του –μια κοπέλα σύγχρονη, ενεργητική, όμορφη, ικανή να εμπνεύσει την πλειονότητα των ανδρών της μικρής και άσημης πόλης.

Κι εκεί, στο λιτό μα καλά νοικοκυρεμένο Δημαρχείο της Τοντ (μια φανταστική πόλη της Βαλτικής), οι δύο αυτοί κεντρικοί ήρωες βιώνουν το καθημερινό τους μαρτύριο:

Ο καλός μας δήμαρχος, αφενός, σπαρταράει από πόθο για την νεαρή γυναίκα που τον έχει σαγηνέψει, παγιδευμένος στα δίχτυα του αρώματός της που πλανάται σε κάθε γωνιά του γραφείου τους, εμβρόντητος στην θέα των τέλειων γραμμών των ποδιών της, του απαράμιλλου προσώπου της, και βυθίζει την αγωνία τού ανικανοποίητου εν δυνάμει εραστή στο παχύ πέλμα του μπλε χαλιού.

Η σεμνή γραμματέας, αφετέρου, αντιστέκεται να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ζει μόνιμα εγκαταλελειμμένη από τον αδιάφορο σύζυγό της, επαναστατεί κάθε στιγμή και «ξοδεύεται» προκειμένου να καταφέρει να νιώσει και πάλι το άγγιγμά του, το ερωτικό του κάλεσμα, την θέρμη του κορμιού του. Αντ’ αυτού, συναισθάνεται τον πόθο και την βαθιά αγάπη του προϊσταμένου της, ανταποκρίνεται, αλλά –φευ!- ο άνθρωπος είναι πολύ αργός και αναποφάσιστος για το δικό της ταμπεραμέντο.
Βάσω Σωτηρίου (υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων
των εκδόσεων Διόπτρα) και Andrew Nicoll
Οι εκδόσεις Διόπτρα μάς εκπλήσσουν ευχάριστα με την προσεγμένη αυτή έκδοση του βιβλίου του Andrew Nicoll, ο οποίος προσφάτως ανακηρύχθηκε ως ο πιο καλός πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας (2008). Η γραφή του είναι αξιοπρεπής, διεισδυτική και συνάμα περιγραφική, ενίοτε πικρή κι άλλοτε πάλι εύθυμη και απαλή. Όχι σπάνια, οι ήρωές του αυτοσαρκάζονται, αυτοτιμωρούνται, και ποτέ, ποτέ δεν ξεφεύγουν από την βαθύτερη ουσία τους: είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, με όλο το μεγαλείο και συνάμα την ποταπότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει την ψυχή τέτοιων μελών μιας απίστευτα αστικής κοινωνίας. Στα όρια του μαγικού ρεαλισμού (magical realism), o συγγραφέας ξεγυμνώνει την ανθρώπινη ψυχή, φέρνοντας στην επιφάνεια τα πάθη και τις αδυναμίες, αλλά και τις ευαισθησίες που την στοιχειώνουν.

Πρόσφατα ο Andrew Nicoll μας επισκέφθηκε εδώ, στην Αθήνα, στο πλαίσιο της προσπάθειας των εκδόσεων Διόπτρα να μας φέρουν κοντά του και να τον γνωρίσουμε καλύτερα.

Παρακολουθήστε την συνέντευξη που μας παραχώρησε την Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου

Ίσως να φαντάζει λίγο ανούσιο, ακόμη και βαρετό, μα πάντα μου αρέσει να ξεκινώ την συζήτηση από την τεχνική πλευρά ενός μυθιστορήματος, εντοπίζοντας τα λεγόμενα «όπλα» του συγγραφέα, τα «εργαλεία» του, που σαφώς εξυπηρετούν στην ανάπτυξη και προώθηση του μύθου και έχουν να κάνουν λίγο πολύ με την δομική σύνθεσή του.
Απλός και προσηνής, ο συγγραφέας μάς
υποδέχθηκε μ' ενθουσιασμό

Πολύ ουσιώδες αυτό, θα έλεγα ότι από αυτά τα εργαλεία, όπως λέτε, εξαρτάται και η τελική διαμόρφωση, το στίγμα αν θέλετε της ολοκληρωμένης προσπάθειας. Δεν αρκεί μόνο η έμπνευση.

Μια πρώτη ερώτηση λοιπόν θα μπορούσε να είναι: Είστε από τους συγγραφείς που κατέχουν απόλυτα το υλικό τους μέχρι την τελευταία λέξη, όχι μόνο το κεντρικό θέμα αλλά κάθε του πτυχή, την παραμικρή λεπτομέρεια όσων θέλουν να πουν, ή από αυτούς που, έχοντας εξ αρχής συλλάβει ορισμένες θεμελιώδεις ιδέες, στην συνέχεια τις ενδύουν λογοτεχνικά προκειμένου να τις «περάσουν» στο αναγνωστικό τους κοινό;

Ρωτάτε, εν ολίγοις, αν είμαι ένας «άκαμπτος» ή απλώς «πειθαρχημένος» συγγραφέας… Είχα κατά νου ορισμένες σκέψεις, τις πέρασα στο χαρτί –δέκα σελίδες όλες κι όλες. Μετά στρώθηκα στην δουλειά. Ναι, γνώριζα άριστα τι ήθελα να πω, σχεδόν σε κανένα σημείο δεν αποπροσανατολίστηκα από αυτό που είχα κατά νου εξ αρχής.

Η ελληνική έκδοση τού «Ο καλός δήμαρχος» αριθμεί 500 σελίδες! Διαβάζοντάς τες δεν κουράστηκα. Για να είμαι ειλικρινής, κάποια στιγμή σκέφθηκα ότι το θέμα θα μπορούσε να εξαντληθεί με 200 σελίδες λιγότερες, μα στο τέλος της ανάγνωσης αισθάνθηκα την ίδια εκείνη φρεσκάδα που διαπνέει τον αναγνώστη μόλις γυρίσει το εξώφυλλο ενός βιβλίου. Τι ήταν αυτό που τελικά δεν «τσαλάκωσε» τις αντοχές μου;

Ένιωσα πως οι ήρωές μου χρειάζονταν αυτόν τον άπλετο ζωτικό χώρο. Το αρχικό δεκασέλιδο σκαρίφημα ήταν μια γυάλα όπου το ψαράκι μου θα ασφυκτιούσε! Τώρα, στην αγγλική έκδοση το βιβλίο αριθμεί περί τις 350 σελίδες, αλλά αυτό έχει να κάνει μάλλον με την πυκνότητα της στοιχειοθεσίας και την γλωσσική μετάφραση. Ναι, είναι ένα ογκώδες μυθιστόρημα, θα μπορούσα να το κάνω μικρότερο, μα πρόκειται για μια μυθιστορία που απαιτεί ελευθερία (ευχέρεια) –κι αν όντως ευχαριστεί τους αναγνώστες, ποιος ο λόγος να του δώσουμε χαρά σε μικρότερη ποσότητα;
Μοναδική του επιθυμία, να φωτογραφηθεί
με φόντο τον καταγάλανο αττικό ουρανό


Εντέχνως έχετε αποφύγει την ένταξη των διαδραματιζόμενων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Δεν αναφέρετε μοντέρνες συσκευές, όπως για παράδειγμα κάποιο κινητό τηλέφωνο ή ένα laptop (η ηρωίδα σας η Αγάθη, η γραμματέας του «καλού δημάρχου», γράφει σε γραφομηχανή). Υπάρχουν βέβαια ρολόγια, τραμ, αυτοκίνητα, μα και πάλι σε κάποια στιγμή περιγράφετε δραστηριότητες που, αν δεν ανάγουν σε μιαν άλλη εποχή, τουλάχιστον ολοένα και περισσότερο σπανίζουν στις μέρες μας (όπως η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου, που διασκεδάζει τους περιπατητές στην πλατεία). Αισθάνεστε ότι η χρονική σήμανση λειτουργεί περιοριστικά;

Τις περισσότερες φορές, ναι. Κοιτάξτε, είναι μια φανταστική ιστορία. Θα μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε. Μεταξύ ανθρώπων μιας άλλης εποχής. Δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορούσε να συμβεί στο απώτατο μέλλον. Πάντως στο παρελθόν, ναι, θα μπορούσε.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο όλα συμβαίνουν σε μιαν απροσδιόριστη, ουσιαστικά μη υπαρκτή πόλη της Βαλτικής; Γιατί η Βαλτική; Έχετε ζήσει ποτέ σε αυτήν την περιοχή;

Ακριβώς. Το στόρι μου θα μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Σε τούτο ήθελα να εστιάσω: στην περίπτωση δύο ανθρώπων που, αιχμαλωτισμένοι από το παρελθόν τους, δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν, να συγχρονιστούν μεταξύ τους, να επικοινωνήσουν. Όχι, ουδέποτε ταξίδεψα στην Βαλτική. Ούτε γνώρισα ποτέ μου την κουλτούρα και την μενταλιτέ των ανθρώπων που ζουν στις βαλτικές χώρες. Ήταν επιλογή της στιγμής, απλώς έπρεπε κάπου να σταθεί η ιστορία μου. Φαντάζομαι πως σε κάθε γωνιά της γης οι άνθρωποι λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο αγαπούν, απογοητεύονται, μισούν... Οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι –πιο σωστά, όμοιοι... Ο «καλός δήμαρχος» είναι μια «ιστορία» αυστηρά ανθρώπινη. Μια ιστορία ανθρώπων.
Θα μπορούσε να είναι ένας... Καλός Δήμαρχος,
αλλά
επιμένει στον ρόλο του συγγραφέα!

Δεν φοβηθήκατε την παγίδα; Για παράδειγμα, παρατήρησα πως στους διαλόγους των ηρώων σας χρησιμοποιούνται φραστικά ιδιώματα των συμπατριωτών σας της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Όχι απαραίτητα αργκό, απλώς μια καθομιλουμένη των δρόμων της πατρίδας σας. Είχατε την ατυχία να έχω ζήσει αρκετά χρόνια σε χώρες της Βαλτικής, και μπορώ να γνωρίζω την αγγλική γλώσσα τόσο, ώστε να μπορώ να αντιληφθώ άμεσα την ανακολουθία...

Κοιτάξτε, ζω στην Σκοτία, στην γενέτειρά μου το Dundee, εκεί ασκώ και την επαγγελματική μου δραστηριότητα. Δεν αμφιβάλλω ότι η παρατήρησή σας ευσταθεί. Πιστεύετε ότι ο κάθε αναγνώστης θα έχει την δική σας δυνατότητα να επισημάνει αυτήν την... ιδιαιτερότητα;

Ίσως. Ας μην λησμονούμε ότι το βιβλίο σας έχει ήδη μεταφραστεί σε 13 γλώσσες και κυκλοφορεί σε 22 χώρες.

Σε 23 χώρες παρακαλώ! Ακόμη δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Ήταν κάτι απρόσμενο. Δεν μπορούσα να το είχα φανταστεί, δεν το περίμενα. Το βιβλίο «Ο καλός δήμαρχος» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2008. Σε λιγότερο από δύο χρόνια αγαπήθηκε από αναγνώστες σε όλον τον κόσμο.

Κατά κάποιο τρόπο, η παράξενη ύπαρξη του ακίνητου παρατηρητή – αφηγητή (της πολιούχου της φανταστικής σας πόλης Ντοτ, Βαλπουρνίας, που ως μορφή σε μαρμάρινη προμετωπίδα μπορεί όχι μόνο να βλέπει αλλά και να κατανοεί και να συναισθάνεται τα διαδραματιζόμενα) ως εφεύρημα μπορεί να εξυπηρετεί την αφήγηση, αλλά οπωσδήποτε δεν συνάδει με το στυλ ενός μοντέρνου βιβλίου. Πόσο απαραίτητο θεωρείτε τον ρόλο της;

Θέλω να πιστεύω πως βοηθάει στην εκτόνωση των συναισθηματικών καταστάσεων, συντελεί στην προώθηση του μύθου κατά τρόπο που οι περιγραφές να μην κουράζουν τον αναγνώστη. Δεν αναλαμβάνει ρόλο καθοριστικά ενεργό, όμως συχνά ένας παθητικός παρατηρητής μπορεί να βοηθήσει μόνο και μόνο με την ύπαρξή του. Ποτέ δεν σκέφθηκα το αν ταιριάζει σε ένα βιβλίο μοντέρνο, όπως λέτε, μπορεί να έχετε δίκαιο. Στο τέλος η Βαλπουρνία ανακουφίζει τους δύο κεντρικούς ήρωες, δεν νομίζετε;

Η Αγάθη είναι μια πανέμορφη, ποθητή σέξι γυναίκα, μια τέλεια και πιστή σύζυγος, μια χρήσιμη και εργατική υπάλληλος. Όπου κι αν βρεθεί, σαφώς δεν περνάει απαρατήρητη –τουλάχιστον από τον ανδρικό οφθαλμό. Δώστε μου μια εύλογη δικαιολογία για την απάθεια που εκδηλώνει προς αυτήν ο σύζυγός της, όσον αφορά την εκπλήρωση των συζυγικών του καθηκόντων.

Ο κύριος Στόπακ, ο σύζυγος της Αγάθης, δεν είναι κακός. Μετά την απώλεια του μωρού τους δεν κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, μα ο λόγος που δεν ξαπλώνει μαζί της είναι καθαρά ψυχολογικός. Δεν την τιμωρεί, απλώς δεν μπορεί να απαλλαγεί από την κακή ανάμνηση της απώλειας ενός παιδιού. Ξέρετε, συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, σε πολλά ζευγάρια.

Μα και πάλι, νομίζω πως συμβαίνει μάλλον στις γυναίκες – μητέρες. Υποτίθεται πως αυτές είναι οι πιο ευαίσθητες, οι πιο ευάλωτες σε τέτοιου είδους χτυπήματα της μοίρας... Τουλάχιστον έτσι λέγεται.

Βρίσκετε; Είναι πράγματι πιο ευαίσθητες από εμάς τους άνδρες; Ο κύριος Στόπακ έχει χάσει τον δρόμο του –όχι μόνο προς την γυναίκα του, αλλά προς την ζωή γενικότερα. Πίνει, εργάζεται πλημμελώς, είναι ένας παραδομένος άνθρωπος, ένας «ναυαγός» της ζωής. Ζει με την απώλεια του παρελθόντος, εντελώς ανίκανος να εκτιμήσει τις ευκαιρίες του παρόντος. Η Αγάθη είναι άνθρωπος δυναμικός, γεμάτος ζωή και ενέργεια. Άλλωστε, μέσα της πολύ πιθανόν να φωλιάζει η προσδοκία της εκ νέου μητρότητας. Είναι κάτι που οι γυναίκες δύσκολα μπορούν να καταπολεμήσουν, κι αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό. Πώς να γίνεις μητέρα, αν δεν κάνεις έρωτα;

Ο Τάιμπο (εν προκειμένω ο καλός μας δήμαρχος και πρωταγωνιστής του βιβλίου) παρουσιάζεται ως ένας αξιοσέβαστος, τίμιος και καλοσυνάτος άνθρωπος που τρέφει βαθύ σεβασμό για το αξίωμά του και πραγματικά ευχαριστιέται τον ρόλο του. Ως άνδρας, ωστόσο, επιδεικνύει έναν εφήμερο δισταγμό ακόμη και προς τα απλά, τα καθημερινά, κι ακόμη χειρότερα, συχνά δρα ως ανώριμος και άπειρος νεαρός. Πόσο συχνά απαντά αυτός ο τύπος ανθρώπου στις σύγχρονες κοινωνίες;

Η αλήθεια είναι πως... όχι και τόσο συχνά. Περίεργοι άνθρωποι, περίεργες και οι ιστορίες τους. Ένας τέτοιος τύπος είναι και ο καλός Τάιμπο. Το θέμα δεν είναι αν του μοιάζουν πολλοί, το ζήτημα είναι πως (ακόμη) υπάρχουν τέτοιοι χαρακτήρες (ακόμη), είναι γύρω μας, δίπλα μας. Ίσως ποτέ να μην τους γνωρίσουμε, ίσως συχνότερα μόνο στα βιβλία μπορεί να πέσουμε πάνω τους -ωστόσο, ναι, υπάρχουν. Ακόμη κι αν διστάζουν να το εκφράσουν, να το εκδηλώσουν, μπορούν να αγαπούν σιωπηρά, κρυφά, κι όταν έρθει η στιγμή να ομολογήσουν τον έρωτά τους σε μία γυναίκα αυτό γίνεται κάπως άκομψα, χονδροειδώς, με τρόπο που ξενίζει. Μια γυναίκα μπορεί να υπολογίζει στην δυσεύρετη σήμερα ειλικρίνεια τέτοιων ανθρώπων. Μιλούμε για αγνά, αυθεντικά και τίμια αισθήματα.

Αν αυτό που πείθει την Αγάθη για τον έρωτα του προϊσταμένου της προς το πρόσωπό της είναι η εκ μέρους του -αδιόρατη έστω- εκδήλωση ενός στοργικού και τρυφερού ενδιαφέροντος, την στιγμή ακριβώς που η παγερή αδιαφορία του συζύγου της έχει αφήσει έρημα την καρδιά και το κορμί της, τι τελικά την σπρώχνει στην αγκαλιά τού μέχρι πρότινος αντιπαθητικού Βίκτορ: Η απογοήτευσή της, εξαιτίας της ντροπαλότητας του Τάιμπο, που δεν τολμά να της εξομολογηθεί ξεκάθαρα τον έρωτά του (πόσο μάλλον να την οδηγήσει δυναμικά στο κρεβάτι σαν πραγματικός άνδρας), ή η στιγμιαία σαρκική αδυναμία που μπορεί να κατακυριεύσει τον καθένα που ζει για πολύ καιρό αποκλεισμένος από την χαρά της ανθρώπινης σεξουαλικής επαφής;

Σαφώς το πρώτο. Η Αγάθη δεν είναι ο τύπος της γυναίκας που θα θυσιάσει την αξιοπρέπειά της και το κύρος της για μερικά λεπτά σαρκικής ηδονής. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε κι αυτή την διάσταση, κάθε νέος άνθρωπος μπορεί κάλλιστα να υποκύψει σ’ ένα αταίριαστο ερωτικό κάλεσμα, όσο κι αν στο βάθος διατηρεί τις αμφιβολίες του για το αν πράττει σωστά. Ενίοτε η διστακτικότητα των ανδρών εκλαμβάνεται από τις γυναίκες ως μειονέκτημα, ακόμη μπορεί να παρερμηνευθεί ως προσβολή!
Με φόντο το Ιερό Βράχο, συγκινημένος.
Ένας άξιος άνθρωπος!


Σας αρέσουν τα happy-ends στα βιβλία ή προτιμάτε τους πικρούς (και ως εκ τούτου περισσότερο ρεαλιστικούς) επιλόγους;

Για τον συγγραφέα είναι απλά μια φανταστική ιστορία... Ως συγγραφέας δεν αντιλαμβάνομαι κάποια ουσιώδη διαφορά. Αξίζει να είσαι αυθεντικός. Το σημαντικό είναι να σέβεσαι τους αναγνώστες σου. Είναι σαν να κάνεις έρωτα μαζί τους! Έρωτα, όχι να τους βιάζεις!

Ως αναγνώστης;

Ως αναγνώστης απλώς μου αρέσει να εκπλήσσομαι. Η σοκολάτα είναι το ίδιο νόστιμη είτε γλυκιά είτε πικρή!

Στην σελίδα 77 της ελληνικής έκδοσης διαβάζω: «Σπίτι είναι το μέρος όπου πρέπει να σε αφήσουν να μπεις». H φράση επαναλαμβάνεται επίμονα προς το τέλος του βιβλίου. Αναμφίβολα πρόκειται για μια πολύ βαθυστόχαστη και διφορούμενη φράση.

Όταν σου επιτρέπουν να μπεις, σημαίνει ότι σε αποδέχονται ουσιαστικά, και όχι από συνήθεια ή επειδή δικαιωματικά μπορείς να εισέλθεις. Πραγματικό σπίτι είναι αυτό που σε δέχεται συνειδητά. Μιλάμε ασφαλώς για οικογένεια, τα μέλη της οποίας σε έχουν κρίνει, σε έχουν αξιολογήσει και τελικά σε αποδέχονται. Οι άνθρωποι είναι που μετράνε, τα ντουβάρια δεν έχουν καμιά απολύτως αξία...

Διαβάζοντας το βιβλίο σας μου δημιουργήθηκε η αίσθηση της έλλειψης πραγματικής δράσης.

Εξωτερικά, ναι, έχετε δίκιο. Κάποτε βρισκόμουν ως συνοδηγός στο αυτοκίνητο κάποιου φίλου. Αυτός οδηγούσε, εγώ του διάβαζα αποσπάσματα από το βιβλίο μου. Ήταν κυριολεκτικά απορροφημένος, μα κάτι στο βλέμμα του με ανησυχούσε. Τον ρώτησα και μου απάντησε: «Σελίδα την σελίδα ακούω και δεν συμβαίνει τίποτα, ωστόσο με τρώει η περιέργεια να μάθω τι άλλο δεν συμβαίνει σε αυτό το βιβλίο!» Μα, πρόκειται για δράση εσωτερική σας λέω, όλα συμβαίνουν εδώ, στο μυαλό μας.

Με τι ασχολείστε αυτό τον καιρό. Γράφετε;

Ετοιμάζω δύο νέα βιβλία. Το ένα έχει να κάνει με έναν super star που ζει σε μια αποκρουστική, στρατοκρατούμενη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Το δεύτερο μιλάει για έναν άνδρα που κλέβει ένα... βασίλειο! Το τελευταίο βασίζεται σε ιστορικά (πραγματικά) γεγονότα.

Πριν σας αποχαιρετήσω, μια τελευταία ερώτηση: Πώς αισθάνεται ένας πολυδιαβασμένος, ένας επιτυχημένος συγγραφέας;

Είμαι ευτυχής που ακόμη μπορώ και περπατάω ανενόχλητα στον δρόμο! Τι θα πει επιτυχία; Τι θα πει συγγραφέας; Η δουλειά μου είναι να είμαι μπαμπάς, το γράψιμο είναι το χόμπι μου! Δύναμη είναι να μπορείς να αντιστέκεσαι, να βυθίζεις το δάχτυλό σου στο στήθος του πρωθυπουργού και να τον ρωτάς γιατί έκανε το τάδε πράγμα ή δεν έκανε το δείνα. Αυτό είναι το πλέον σημαντικό πράγμα, γι’ αυτό αξίζει να αγωνίζεται κανείς...

Διαβάστε επίσης: "Ο καλός δήμαρχος"

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...